Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Ρίτα # 15

Πολλά μικροπροβλήματα συνθέτουν μιαν αναπηρία. Έτσι σκεφτόταν τη ζωή της πια. Δεν βρισκόταν κανείς να της πει πως μια κρίση μελαγχολίας δεν ισοδυναμούσε σε καμία περίπτωση με κατάθλιψη. Μέχρι που πήγε σε ψυχίατρο, κι αυτός της είπε πως δεν είχε κανέναν λόγο ανησυχίας.
-Είσαι σίγουρος;
-Φυσικά! Είσαι απολύτως υγιής.
-Δεν ξέρεις τι λες. Θα πάω σε κάποιον άλλον.
-Σε όσους και να πας, το ίδιο θα σου πουν.
-Και τότε, τι θα κάνω;
-Δεν ξέρω. Θα συνεχίσεις τη ζωή σου.
-Πώς;
Ο ψυχίατρος ανασήκωσε τους ώμους του.
-Όπως τη συνεχίζουν όλοι. Υγιείς-ξεϋγιείς.
Και με αυτό, η Ρίτα έφυγε από το γραφείο. Όπου κι αν πήγε στη συνέχεια, της είπανε τα ίδια. Μα να μην βρίσκεται κάποιος να την πιστεύει;
Μήνες μετά, συνάντησε τυχαία τον πρώτο εκείνο ψυχίατρο.
-Είδες; Είσαι ακόμα ζωντανή. Είσαι ακόμα καλά.
-Η καρδούλα μου το ξέρει.
-Η καρδούλα σου δεν ξέρει τίποτα. Η καρδούλα σου έχει πλάσει ένα μύθο. Θέλεις να πιστεύεις πως έχεις προβλήματα, γιατί νομίζεις πως αυτό σε κάνει πιο γοητευτική.
-Όχι, δεν είναι αυτό.
-Αυτό είναι. Ενώ είσαι μια χαρά γοητευτική όπως είσαι.
-Βρίσκεις;
-Ναι. Μάλιστα, την πρώτη φορά που ειδωθήκαμε, ήθελα να σου ζητήσω να βγούμε.
-Και γιατί δεν το έκανες;
-Υπάρχουν κάποιοι κανόνες στη σχέση ιατρού-ασθενούς.
-Ναι, αλλά δεν είμαι ασθενής.
-Δίκιο έχεις. Θες να βγούμε, λοιπόν;
-Εντάξει. Αλλά αν στην πορεία ανακαλύψεις πως είμαι τρελή…

-Μην ανησυχείς, ξέρω έναν καλό ψυχίατρο. 

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Ρίτα # 14

Δεν ήταν το δικό του απωθημένο, ήταν το απωθημένο του παλιού του κολλητού από το Πανεπιστήμιο. Αλλά τώρα ο κολλητός του ήταν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά –άλλο που ποτέ του δεν την είχε ξεχάσει – κι ο φίλος μας ήταν μισομεθυσμένος. Άλλωστε, η Ρίτα έδειχνε να γουστάρει. Όταν έφερε το χέρι του στον ώμο της, εκείνη το κάλυψε με το δικό της. Όταν της τσούγκρισε χωρίς λόγο το ποτήρι, αυτή τον κάρφωσε με το βλέμμα της, κι έπειτα την πιάσανε δήθεν οι ντροπές. Κι όταν της είπε ότι όλοι οι άντρες στη σχολή ήταν ερωτευμένοι μαζί της, αυτή τον ρώτησε: «Εσύ;»
            -Με υπερκάλυπτε ο κολλητός, της απάντησε, ένα σχόλιο που της φάνηκε γλυκόπικρα αστείο, καθώς η καψούρα του εν λόγω κολλητού ήταν κάτι παραπάνω από παροιμιώδης. Όταν, όμως, ο φίλος μας παραδέχτηκε πως, ναι, τη θαύμαζε, και τότε και τώρα, η Ρίτα πήρε αμέσως την πρωτοβουλία κι έσκυψε να τον φιλήσει.
            Από αυτό το πρώτο φιλί, κατέληξαν στο σπίτι της, και συγκεκριμένα στον καναπέ του σαλονιού, όπου έκαναν μεθυσμένο, αλλιώτικο έρωτα. Ξύπνησαν σχεδόν ευτυχισμένοι, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Όταν ήρθε η ώρα να χωριστούν, αποχαιρετίστηκαν με ένα ακόμα –πεταχτό – φιλί στο στόμα.
            Και μετά ήρθαν οι τύψεις. Όχι για εκείνη, αλλά για εκείνον. Έτυχε να μιλήσει εκείνη την ημέρα στο τσατ με τον παλιό του κολλητό και η συζήτηση κατέληξε, όπως πάντα, στη Ρίτα. «Δεν νομίζω πως θα την ξεπεράσω ποτέ», έγραψε στο φίλο μας ο παλιός του κολλητός. Και, μετά, υπερθεμάτισε: «Θα ζηλεύω πάντα αυτόν που είναι μαζί της». Η σκέψη του φίλου μας γύρισε πίσω σε εκείνα τα πρώτα χρόνια στο Πανεπιστήμιο, όταν ο κολλητός του σκεφτόταν ακόμα και την αυτοκτονία σαν λύση για το πάθος του. Αυτό, λοιπόν, που είχε συμβεί ανάμεσα στον ίδιο και τη Ρίτα μόλις το προηγούμενο βράδυ θα εκλαμβανόταν σαν μια προδοσία. Ήταν μια προδοσία.
            Αποφάσισε να μην την ξαναπάρει τηλέφωνο. Αλλά τον πήρε εκείνη. Της τα μάσησε. Δεν συναντηθήκαν, τελικά, εκείνο το βράδυ. Τις επόμενες μέρες, έκανε το παν προκειμένου να καταλάβει η Ρίτα πως το να τη δει ξανά δεν συμπεριλαμβανόταν στις άμεσες προτεραιότητές του. Κι αυτή, με τον καιρό, παρέδωσε τα όπλα.
            Κι οι μήνες πέρασαν, κι ο αλλοτινός κολλητός εξαφανίστηκε και πάλι –όπως, άλλωστε, το συνήθιζε- κι ο φίλος μας χαραμίστηκε σε ανεπαρκείς, ατελέσφορους  έρωτες, ενώ κάποτε θα μπορούσε να έχει δική του μια από τις πιο εντυπωσιακές γυναίκες που είχε αντικρύσει στη ζωή του.
            Και φυσικά, όπως συμβαίνει πάντα, τη συνάντησε ξανά, όταν εκείνη ήταν στα πάνω της (πότε δεν ήταν;) κι εκείνος έτσι κι έτσι. Του γεννήθηκε αμέσως η επιθυμία, η ανάγκη να βρεθεί κοντά της. Εκείνη έκανε πως δεν το είδε, κι έτσι αυτός την πήρε από πίσω. Την ακολούθησε μέχρι που φτάσανε στο σπίτι της. Μόλις η κοπέλα κοντοστάθηκε προκειμένου να αλιεύσει τα κλειδιά της από την τσάντα της, εκείνος βρήκε ευκαιρία, επιτάχυνε το βήμα του και βρέθηκε κοντά της.
            -Δεν καταλαβαίνεις πως θέλω να σε δω;
            -Όχι, δεν το καταλαβαίνω. Ούτε καταλαβαίνω τι έχουμε να πούμε εμείς οι δυο.
            Της τα εξήγησε όλα κι αυτή έβαλε τα γέλια.
            -Θες να πεις ότι αυτό το θλιβερό ανθρωπάκι, ο κολλητός σου, φταίει για όλα;
            -Δεν θα τον έλεγα θλι… ναι. Ναι, αυτός φταίει.
            -Και τώρα τι θες;
            -Θέλω… θέλω… να έχω εσένα.
            -Έχε με. Αλλά δεν φοβάσαι τι θα πει εκείνος;
            Φοβάμαι, ήθελε να πει, αλλά δεν το είπε. Της φίλησε το χέρι, το μάγουλο, το στόμα. Εκείνη δέχτηκε την τρυφερή του ικεσία. Τον άφησε να την ακολουθήσει ως το διαμέρισμά της. Έκαναν πάλι έρωτα. Όταν εκείνος αποκοιμήθηκε, τον έβγαλε φωτογραφία και την ανέβασε στο ίντερνετ.
            Χαμός τα λάικ. Μόνο ένας δεν χάρηκε. Ο παλιός του κολλητός τάραξε τον φίλο μας στα τηλέφωνα και στα μηνύματα, στις βρισιές και τις απειλές.

            Ο φίλος μας το πήρε βαριά στην αρχή, με τον καιρό του φαινόταν πια αστείο. Δεν έφταιγε εκείνος που ο κολλητός του ήταν στην κόλαση. Ούτε έφταιγε που ο ίδιος είχε προσκληθεί στον Παράδεισο.  

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Ρίτα # 13

Αφού είδε κι απόειδε, και κατάλαβε πως με το κλασσικό πιάνο δεν κάνεις τίποτα, αποφάσισε να αξιοποιήσει, τουλάχιστον, το σχεδόν θεσπέσιο κορμί της. Θα εμφανιζόταν ημίγυμνη σε ένα μπαρ, παίζοντας πιάνο βέβαια, αλλά μόνο με τα εσώρουχά της. Συνεννοήθηκε με τον μαγαζάτορα – που δεν του άρεσαν οι γυναίκες, οπότε η Ρίτα δεν κινδύνευε ούτε από εκείνον ούτε από τους μπράβους του – και άρχισε να παίζει, κάθε Δευτέρα και Πέμπτη. Χαμός. Συνέρρεαν κατά δεκάδες οι άντρες και μαζί τους οι γυναίκες που ήθελαν να ελέγξουν τις αντιδράσεις των αντρών τους. Μαζί με όλους τους άλλους πήγαινε κι εκείνος, την πρώτη φορά γιατί τον είχε αηδιάσει η όλη ιδέα, τις επόμενες γιατί είχε συγκλονιστεί όχι από τη θέα του ημίγυμνου σώματός της, αλλά από το παίξιμό της. Και κάθε φορά που την άκουγε συγκινούνταν όλο και πιο πολύ από αυτό της το ταλέντο και τη δυστυχία του ότι έπρεπε να εμφανίζεται με τα εσώρουχα προκειμένου να βγάλει τα προς το ζην. Στην αρχή, τουλάχιστον, τα πράγματα ήταν πιο ήρεμα. Καθώς περνούσε ο καιρός, όμως, οι θαμώνες γίνονταν όλο και πιο ασυγκράτητοι, όλο και πιο χυδαίοι. Ο φίλος μας δεν μπορούσε να το δεχτεί αυτό – δεν μπορούσε να δεχτεί να υποτιμάται τόσο ακραία η καλλιτεχνική και η ανθρώπινη υπόσταση μιας προφανώς ευαίσθητης γυναίκας. Κι όμως, τι μπορούσε να κάνει; Δεν του ερχόταν κάτι στο μυαλό, αλλά όταν τα πράματα έφτασαν σχεδόν στο απροχώρητο, ανέλαβε δράση ενστικτωδώς. Τη στιγμή που κάποιος φώναξε στην πιανίστα «Βγάλτα όλα!», ο φίλος μας έτρεξε στη μικρή σκηνή και κάλυψε την Ρίτα με το σακάκι του. Η Ρίτα, που είχε σιχαθεί πια τον καινούριο της ρόλο, ένοιωσε ευγνωμοσύνη για αυτήν την κίνηση – ήξερε, όμως, πως δεν θα είχε αποτέλεσμα. Σε λίγο, εξαγριωμένοι, εξαθλιωμένοι θαμώνες έτρεξαν προς το μέρος τους, και ανάγκασαν τον φίλο μας να απαλλάξει την περφόρμερ από το περιττό κατά αυτούς σακάκι. Τον έσπρωξαν βίαια, μάλιστα, κι όταν κείνος πήγε να αντισταθεί, τον ξυλοκόπησαν. Έπειτα πήγαν κοντά της, έτοιμοι να τη γδύσουν. Ευτυχώς, επενέβησαν οι μπράβοι και η κατάσταση ηρέμησε. Η Ρίτα, όμως, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα παραπάνω από το να συνεχίσει να παίζει. Ήταν καταδικασμένη, προφανώς, σε αυτόν τον ρόλο της ημίγυμνης πιανίστας μέχρι που το κορμί της να χαλάσει. Συνέχισε, λοιπόν, να παίζει, με δάκρυα στα μάτια, μέχρι που η βάρδιά της να τελειώσει. Όταν το μαγαζί έκλεισε, πήρε τον δρόμο για το σπίτι της. Μα βγαίνοντας από το μαγαζί τον είδε εκεί, στο απέναντι πεζοδρόμιο, αιμόφυρτο ακόμα αλλά αποφασισμένο. Δίστασε να τον πλησιάσει, μέχρι που την κάλεσε εκείνος κοντά του. Η Ρίτα σχεδόν έτρεξε.
-Δεν χρειάζεται πια να υποφέρεις, της είπε.
-Δεν ξέρω, του είπε.
-Ξέρω εγώ. Μπορούμε να φύγουμε. Πρέπει να φύγουμε από εδώ.

Σχεδόν άθελά της, κρύφτηκε στην αγκαλιά του. Ο ήλιος μόλις άρχιζε να ανατέλλει. 

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Ρίτα # 12

Απολάμβανε τη μοναχικότητά του. Εόρταζε τη μοναδικότητά του. Ήταν κι αυτός ένας λύκος της στέπας, όπως έλεγε ένα μυθιστόρημα που είχε διαβάσει μικρός. Είχε γνωρίσει τόσους μπάρμεν και τόσους ντιτζέι που μπορούσε να βγαίνει κάθε βράδυ σε άλλο μπαρ και να έχει κάποιον να μιλήσει, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να τους μπάσει στο σπίτι του. Κι άλλωστε, αυτοί από την πλευρά τους τον εκτιμούσαν αρκετά, καθότι συγγραφέας, καθότι άνθρωπος των γραμμάτων και των τεχνών.
Πηγαίνοντας στον Υστερόγατο, νόμιζε πως θα πετύχαινε το γνωστό πλήθος. Και ήταν όντως όλοι τους εκεί, με μία προσθήκη, όμως. Το μαγαζί είχε προσλάβει καινούρια σερβιτόρα. Της μίλησε με την ανετίλα που νόμιζε πως είχε αποκτήσει σαν μισοπετυχημένος λογοτέχνης. Εκείνη δεν μάσησε. Του ζήτησε απλώς να της πει τι ποτό ήθελε. Της είπε, ελαφρώς ταπεινωμένος. Σκέφτηκε να της πει κάτι έξυπνο όταν θα του το έφερνε, αλλά δεν πρόλαβε να το ξεστομίσει. Του το άφησε στον πάγκο κι έφυγε. Κι όλο το βράδυ πέρασε έτσι, εκείνος να ζητά ποτά ελπίζοντας να την εντυπωσιάσει με μια ατάκα κι εκείνη να φεύγει προτού εκείνος να μπορέσει να της πει ούτε καν ευχαριστώ.
Από τα πολλά ποτά, έγινε χώμα. Έμεινε μισοκοιμισμένος στο τραπέζι του. Ήρθε ο ιδιοκτήτης να τον περιμαζέψει, να του πει πως ήταν ώρα να κλείσουν. Ο φίλος μας δεν καταλάβαινε. Ωστόσο, παρά τη μέθη του, δεν είχε ξεχάσει το ενδιαφέρον του για την καινούρια σερβιτόρα. Βλέποντάς τη να παρακολουθεί από μακριά τις προσπάθειες του αφεντικού της, τη φώναξε κοντά του. Εκείνη πλησίασε διστακτικά.
-Εμένα που με βλέπεις, είμαι συγγραφέας, της είπε.
Εκείνη δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα.
-Όπως όλοι μας, εξάλλου, μπόρεσε τελικά να του πει.
-Όχι, όχι, εγώ είμαι καλός, της ξεκαθάρισε εκείνος.
-Όλοι καλοί είμαστε, του είπε εκείνη, απαλλάσσοντας το αφεντικό της από την περίθαλψη.
-Πώς σε λένε; ρώτησε ο συγγραφέας.
-Ρίτα.
-Ωραίο όνομα.
-Ευχαριστώ.
-Θα με πας σπίτι μου;
-Θα σε πάει το αφεντικό.
-Εγώ θέλω εσένα.
-Κάποια άλλη φορά.
-Εντάξει.
Σπίτι του τελικά τον πήγε ο ιδιοκτήτης του μπαρ. Το επόμενο μεσημέρι ο συγγραφέας ξύπνησε σε μια άθλια κατάσταση ζάλης και δυσανεξίας. Καθώς έφτιαχνε τον καφέ που έλπιζε να τον απαλλάξει από όλο αυτό το χάλι, άρχισε να θυμάται. Μέχρι που θυμήθηκε το τέλος της βραδιάς. Ρεζίλι! Τι ρεζιλίκι ήταν αυτό! Πώς θα ξέπλενε τώρα την ντροπή; Πώς αλλιώς παρά αποφεύγοντας να ξαναπατήσει στο συγκεκριμένο μπαρ.
Περνούσε πια μόνο απέξω, χωρίς ποτέ να μπαίνει μέσα. Μα κάθε φορά που περνούσε από εκεί και την έβλεπε να σερβίρει τα ποτά στους θαμώνες, δεν σκεφτόταν το ρεζιλίκι. Σκεφτόταν μόνο πόσο όμορφη ήταν. Και τώρα, πώς θα μπορούσε να την κάνει δική του; 

Ο άνθρωπος που έσπαγε πλάκα

Επιστρέφω συχνά σε αυτό τραγούδι, όχι μόνο γιατί ακούγεται στο πρώτο μου βιβλίο (ο πρωταγωνιστής χρησιμοποιεί το πρώτο δίστιχο σαν το μότο του δικού του πρώτου βιβλίου), αλλά και γιατί το θεωρώ ένα από τα πιο σπουδαία παραδείγματα της στιχουργικής τέχνης του Μόρισι. Ο John Peel είχε κάποτε πει πως οι στίχοι των Σμιθς είναι χιουμοριστικοί, και τουλάχιστον ο συγκλονιστικός κατά τα άλλα στίχος I dreamt about you last night / and I fell out of bed twice, προσδίδει μια κάποια αληθοφάνεια στον ισχυρισμό αυτό. Σε ονειρεύτηκα χτες, κι έπεσα από το κρεβάτι δύο φορές. Υπάρχει κάτι κωμικό σε αυτήν την εικόνα απόλυτου, απελπισμένου πάθους, και ο στιχουργός φυσικά το ξέρει. Το χιούμορ φυσικά δεν είναι το κυρίαρχο στοιχείο, αλλά χρησιμοποιείται σαν ένα αντίβαρο στην (υπερβολική;) μελαγχολία.



 Στο Ηeaven knows I̕ m miserable now, όταν ο αφηγητής σχολιάζει πως what she asked of me at the end of the day / Caligula would have blushed, δεν είναι σαν να μας προτρέπει να γελάσουμε σε βάρος του – και σε βάρος των εαυτών μας – για τη σεξουαλική απειρία του και την υπερβολική ντροπαλοσύνη του; Τι είναι το Girlfriend in A Coma, αν όχι ο πιο κωμικός απολογισμός μιας σχέσης αγάπης-μίσους;
            Ή μήπως είναι ο χρόνος που μας επιτρέπει να τα βλέπουμε έτσι; Σίγουρα, όταν είσαι όντως 16, clumsy and shy, δεν βρίσκεις το κουράγιο να γελάσεις με τα προβλήματά σου, αλλά όταν είσαι 33 στα 34; Τότε αυτοί οι στίχοι, που τους έχεις ακούσει και τραγουδήσει όλη σου σχεδόν τη ζωή, παίρνουν ένα άλλο νόημα, χωρίς, ωστόσο, να χάνουν ούτε γραμμάριο από την ανθρωπιά τους. Και συνεχίζεις να διαβιείς με αυτούς τους στίχους, με αυτούς τους ήχους, λίγο πιο ώριμος, λίγο πιο έτοιμος να δεχτείς την προβληματικότητά σου.

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Ρίτα # 11

Έμοιαζε με πρίγκιπα που γύρευε να γίνει βάτραχος. Η Ρίτα ήταν το είδος της γυναίκας που θα μπορούσε να τον καταστρέψει, αν δεν τον είχε κιόλας ερωτευτεί, με το που τον είδε να μπαίνει στο μαγαζί. Του έφερε το νερό του και περίμενε χαμογελαστή την παραγγελία του.
-Έναν καφέ, της είπε, παρόλο που ήταν οκτώμισι το βράδυ.
-Καφέ; Τι καφέ;
-Ό,τι να ναι. Ένα Νες, σκέτο.
Το ξανασκέφτηκε.
-Με λίγο γάλα, της φώναξε, καθώς εκείνη απομακρυνόταν.
Του τον έφερε. Τον ήπιε σκεπτικός. Γύρω στις εννιά και μισή, τελείωσε, έβγαλε από την τσέπη του κάμποσα νομίσματα και, αφού τα μέτρησε, τα ακούμπησε όλα στο τραπέζι.
-Δεν μου φτάνουν τα λεφτά, της είπε, όταν εκείνη ήρθε να πληρωθεί.
Η Ρίτα πήρε στα χέρια της τα κέρματα και τα μέτρησε. Λείπανε μόλις είκοσι λεπτά του ευρώ.
-Δεν πειράζει, του είπε. Την επόμενη φορά.
-Δεν θα υπάρξει επόμενη φορά, τη διαβεβαίωσε.
-Α, ναι; Και γιατί αυτό;
-Γιατί απόψε σκοπεύω να αυτοκτονήσω.
Φαινόταν να το εννοεί. Η Ρίτα ξέχασε τους υπόλοιπους πελάτες και κάθισε κοντά του. Του ζήτησε να της εξηγήσει κι εκείνος, έστω με τα χίλια ζόρια, της τα είπε όλα, για το χαμό των γονιών του και το διαζύγιό του και την ανεργία του.
-Δεν μπορώ πια να συντηρηθώ. Δεν μπορώ να επιβιώσω, ήταν η κατακλείδα της αφήγησής του.
Της φάνηκε όμορφος μέσα στην απελπισία του. Της φάνηκε επίσης άξιος μιας δεύτερης (ή τρίτης) ευκαιρίας.
-Ξέρεις, μόλις σήμερα μου έφυγε η κυρία που μου έκανε τη λάντζα, του εξομολογήθηκε (και ήταν αλήθεια).
Ένα διστακτικό χαμόγελο μισοφώτισε ξαφνικά το κουρασμένο του πρόσωπο.
Του πρόσφερε τη δουλειά κι αυτός τη δέχτηκε. Έδειξε από την αρχή πολύ πρόθυμος και εργατικός.
Οι μήνες περάσανε. Ο άντρας δούλευε σκληρά και έκανε πάντα το καλύτερο που μπορούσε. Κι όμως, η Ρίτα είχε πάψει πια να νοιώθει το ίδιο για εκείνον, όπως εκείνες τις πρώτες ώρες. Πέρα από την εργατικότητά του και την αδιαμφισβήτητη ομορφιά του, δεν έδειχνε να έχει καμιά άλλη ενδιαφέρουσα ιδιότητα. Ήταν μίζερος, μονίμως εκνευριστικά σιωπηλός, ανίκανος να μοιραστεί έστω και ένα χαμόγελο με τους γύρω του. Τον κρατούσε, όμως, κοντά της, γιατί της έβγαζε τη δουλειά, και με το παραπάνω.
Αλλά δεν ήξερε πώς ένοιωθε αυτός για εκείνη, πόσο το δέος και η ευγνωμοσύνη του έκαιγαν τα σωθικά. Ενώ τις πρώτες μέρες του είχε φανεί αδιάφορη, αργότερα, όσο περισσότερο τη γνώριζε, όσο περισσότερο την παρατηρούσε, από την απόσταση που όριζαν οι διαφορετικοί ρόλοι τους στο μαγαζί, όσο περισσότερο απολάμβανε τη ζωή που εκείνη του είχε χαρίσει, τόσο πιο βαθιά γοητευόταν. Κι όμως, δεν μπορούσε να το πει. Πίστευε πως μια τέτοια εξομολόγηση θα την τρόμαζε, θα την απωθούσε, θα την έκανε να τον απολύσει.
Όμως, η Ρίτα είχε νεύρα εκείνο τον καιρό, για την αρρώστια του πατέρα της και για κάτι έρωτες που αποδείχτηκαν ανεπαρκείς και για κάτι δουλειές που δεν τραβάγανε. Άρχισε να πίνει όλο και περισσότερο και να κλείνεται κι αυτή στον εαυτό της. Ο μόνος που νοιάστηκε να τη ρωτήσει τι της συμβαίνει ήταν εκείνος, κάποιο βράδυ, μετά τη δουλειά, όταν πια είχαν μείνει μόνοι τους. Αλλά αυτή ήταν στο δικό της κόσμο, και το μόνο που κατάφερε με την ερώτησή του ο υφιστάμενός της ήταν να την τσατίσει.
-Τώρα θυμήθηκες να μιλήσεις; Άει στο διάολο κι εσύ, μουγκαφόν, ε μουγκαφόν.
Από εκείνο το βράδυ ξεσπούσε όλα της τα προβλήματα σε εκείνον. Κι εκείνος τα δεχόταν, όχι τόσο γιατί είχε ανάγκη τη δουλειά όσο γιατί ένοιωθε πως κάτι της πρόσφερε  με το να είναι το αντικείμενο των ξεσπασμάτων της.
Περάσανε εφτά χρόνια έτσι, εκείνη να βρίζει κι εκείνος να σωπαίνει, ώσπου η Ρίτα πούλησε το μαγαζί σε κάποιον άλλον.
Μπορεί να ηρέμησε από τη δουλειά της νύχτας, βρίσκοντας κάτι άλλο να ασχοληθεί. Αλλά στην καινούρια της δουλειά δεν υπήρχε εκείνος, να τα δέχεται όλα σιωπηλά, να ανασαίνει στον ρυθμό της, να περπατά σαν γάτα γύρω από τον θυμό της. Και η σκέψη της γύρισε πίσω σε εκείνο το πρώτο βράδυ. Πόσο της έλειπε εκείνο το πρώτο βράδυ. Έπειτα συνειδητοποίησε πόσο άσχημα του είχε φερθεί αλλά και πως ίσως ο λόγος που εκείνος τα είχε ανεχτεί όλα αυτά ήταν κάτι παραπάνω από εθισμός στη σιωπή ή μια απλή αδιαφορία για οτιδήποτε άλλο εκτός από τη λάντζα.                     
            Επισκέφτηκε ξανά το μπαρ, στο οποίο είχε ορκιστεί να μην ξαναπατήσει, μόνο και μόνο για να τον βρει. Τον βρήκε σε ένα νέο πόστο, μπάρμαν πια. Του παρήγγειλε ένα Νες σκέτο, νομίζοντας πως εκείνος θα καταλάβαινε.
            -Καφέ, τέτοια ώρα; τη ρώτησε.
            -Καλά, φέρε μου ένα ρούμι.
            Όταν της το σέρβιρε, του έπιασε το χέρι. Εκείνος τραβήχτηκε.
            -Σου φέρθηκα άσχημα, ε; τον ρώτησε.
            Εκείνος σιώπησε για λίγο, κοιτώντας γύρω του.
            -Εγώ σε άφησα, της είπε τελικά.
            -Ναι. Αλλά γιατί;
            -Γιατί τότε μου άρεσες.
            -Και τώρα;
            -Τώρα είμαι μπάρμαν.
            Σαν να της έλεγε: τώρα νοιώθω άνθρωπος. 


Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Ιf songs were lines in a conversation (Νικ Ντρέικ)

Αρχές 1998. Έχω ακούσει τον Nick Drake μόλις μία φορά στο ραδιόφωνο (σε εκπομπή του Θανάση Μήνα) και δεν έχω καταφέρει να σχηματίσω ακόμα γνώμη. Ωστόσο, πέφτει εκείνη τη χρονιά στα χέρια μου ένα τεύχος του Q, με γκάλοπ για τα 100 καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών, και, παρόλο που η λίστα είναι μάλλον αναξιόπιστη (για να μην πω αναξιοπρεπής, αφού περιλαμβάνει άλμπουμ από τους Τexas και τους Cast – εντάξει, είπαμε, καλοί και άγιοι, αλλά όχι και για τα 100 καλύτερα όλων των εποχών), περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα άλμπουμ από τον Nick Drake, το Bryter Layter. Την επόμενη φορά που το πετυχαίνω στο Μετρόπολις το αγοράζω, προς 2800 δραχμές (η ετικέτα βρίσκεται ακόμα κολλημένη πάνω στο cd). Επιστρέφοντας σπίτι, το βάζω να παίζει. ΤΟ εναρκτήριο κομμάτι μου είναι αδιάφορο. Προχωράμε στο δεύτερο. Μη έχοντας κλείσει ακόμα τα 18, είμαι απόλυτος στα μουσικά μου γούστα, κι αν κάτι δεν είναι χιπ ή δεν μου αρέσει με την πρώτη, δεν ασχολούμαι περαιτέρω μαζί του. Κι όμως, όταν αυτό το δεύτερο κομμάτι (το Ηazey Jane II) τελειώσει, παρόλο που δεν μου έχει αρέσει, αποφασίζω να το ξανακούσω πριν προχωρήσω στο επόμενο, ορμώμενος από μια παράξενη, πρωτόγνωρη επιθυμία, την επιθυμία να καταλάβω γιατί δεν μου άρεσε. Η δεύτερη φορά είναι κοσμογονική. Αμέσως λατρεύω το κομμάτι, για το ρυθμό του, τα πνευστά του, την ηλεκτρική κιθάρα του Ρίτσαρντ Τόμσον (που δεν ξέρω ακόμα ποιος είναι) και αυτούς τους παράξενους στίχους (ειδικά τον εναρκτήριο – What will happen in the morning when the world it gets so crowded that you cant look out your window in the morning –και τον τελευταίο, που μου ταιριάζει, δυστυχώς, ακόμα και σήμερα γάντι – if songs were lines in a conversation, the situation would be fine). Για τις επόμενες ώρες δεν ακούω τίποτα άλλο από αυτό το ένα τραγούδι. Τις επόμενες μέρες προχωράω και στο υπόλοιπο cd, που είναι, ωστόσο, διαφορετικό. Εκεί ανακαλύπτω έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο αιθέριας μελαγχολίας, μιας γαλήνης τόσο απόλυτης, που σε αφήνει ανήμπορο. Ο δίσκος είναι τόσο ωραία παιγμένος, τόσο ωραία ενορχηστρωμένος (από τον συμφοιτητή του Drake, Robert Kirby), που δεν μοιάζει με τίποτα που είχα ακούσει ως τότε και που να έχω ακούσει μέχρι και σήμερα, παρά τις ορδές των τραγουδιστών που λένε πως έχουν επηρεαστεί από τον Drake. Το Bryter Layter είναι από τους δίσκους που σου πλουτίζουν τον κόσμο, που σου προσφέρουν ένα καταφύγιο που ούτε τα καλύτερα βιβλία δεν μπορούν να σου προσφέρουν, και για αυτό θα είμαι πάντα ευγνώμων στον Nick Drake, που πέθανε, από υπερβολική δόση αντικαταθλιπτικών, σαν σήμερα, πριν από 39 χρόνια.   


 

Ρίτα # 10

Όταν είπε στη μητέρα του πως θα πήγαινε να δει κοινωνικό λειτουργό, εκείνη του είπε: «Τι να τον κάνεις τον κοινωνικό λειτουργό; Αφού έχεις κάνει κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο.» Του φάνηκε εξωφρενικό, αλλά αποφάσισε να μην της απαντήσει. Πήρε το λεωφορείο, γιατί δεν ένοιωθε πια ικανός να οδηγήσει. Εκεί, στην πέμπτη στάση ήταν που την είδε. Ήταν η πιο εντυπωσιακή γυναίκα που είχε αντικρύσει στη ζωή του. Την παρακολούθησε να κτυπά το εισιτήριο κι έπειτα να κάθεται δύο θέσεις πιο μπροστά από εκείνον. Λίγο αργότερα ανέβηκε ένας γέρος, που, χωρίς κανείς να τον προκαλέσει, άρχισε να κηρύττει το μίσος του για τους μετανάστες. Η κοπέλα, παρόλο που ήταν ντυμένη σαν θαμώνας κέντρου της παραλιακής, ήταν η μόνη που αντέδρασε και τον παρακάλεσε πολύ ευγενικά να κρατήσει τις απόψεις του για τον εαυτό του. Αυτό εξόργισε ιδιαίτερα τον παππού, που βάλθηκε να ουρλιάζει εναντίον όλων των ανθελλήνων. Όταν η κοπέλα τού φώναξε να σκάσει, εκείνος σηκώθηκε όρθιος και πήγε προς το μέρος της, έτοιμος να τη χτυπήσει με τη μαγκούρα του. Και θα το έκανε, αν ο φίλος μας, ο οσονούπω επισκέπτης του κοινωνικού λειτουργού δεν τον εμπόδιζε με τα ίδια του τα χέρια. Ο οδηγός σταμάτησε το λεωφορείο και ζήτησε και από τους τρεις τους να κατέβουν από το όχημα. Ο γέρος αρνήθηκε, ο νεαρός και η κοπέλα κατέβηκαν. Μόλις το όχημα αναχώρησε και πάλι, με τον ηλικιωμένο ακόμα επιβιβασμένο, λύθηκαν στα γέλια, σαν να είχαν ζήσει την πιο διασκεδαστική περιπέτεια.
            Συστηθήκαν. Την έλεγαν Ρίτα.
            -Και να φανταστείς, του είπε, πως πολύ σπάνια παίρνω λεωφορείο.
         Ήθελε να της εξηγήσει από την πλευρά του την καινούρια του νεύρωση, αυτή που τον εμπόδιζε να παίρνει πια το αμάξι, αλλά κρατήθηκε.
-Και τώρα; τη ρώτησε τελικά. Πώς θα πας στη δουλειά σου;
-Θα πάρω ταξί.
Εκείνος σκέφτηκε ότι βρίσκονταν ακόμα κοντά στο σπίτι του, δηλαδή, κοντά στο αμάξι του.
-Και αν σε πέταγα εγώ;
-Μπορείς;
«Αν ήξερες μόνο πόσο καίρια είναι η ερώτησή σου», σκέφτηκε από μέσα του ο τύπος. Την απάντηση δεν την ήξερε ούτε ο ίδιος. Κι όμως, την παρακάλεσε να τον ακολουθήσει ή έστω να τον περιμένει εκεί. Η Ρίτα επέλεξε το δεύτερο. Εκείνος έτρεξε να φέρει το αμάξι.

Έβαλε μπρος και οδήγησε κανονικά, σαν να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα, σαν να μην είχε προκαλέσει το σοβαρό τραυματισμό εκείνης της γριάς πριν μερικές μέρες – έστω και από δική της απροσεξία. Αυτό που τον έσπρωχνε μπροστά ήταν η σαγήνη που είχε ασκήσει πάνω του η Ρίτα. Έφτασε στο σημείο όπου είχαν κανονίσει να τον περιμένει, ακριβώς τη στιγμή που την είδε να επιβιβάζεται σε ένα ταξί. Ένοιωσε να πνίγεται. Σταμάτησε ακριβώς εκεί, μην μπορώντας να συνεχίσει. Αλλά ο από πίσω βιαζόταν. Άρχισε να του κορνάρει επίμονα. Κι έτσι ο φίλος μας ξεκίνησε και πάλι, και συνέχισε μέχρι που έφτασε στο ραντεβού του με τον κοινωνικό λειτουργό. Μα τώρα πια είχε θεραπευτεί, κι αυτό το χρωστούσε στην άγνωστη του λεωφορείου. Θα τη θυμόταν για πάντα, και για αυτό και για την απίστευτη ομορφιά της. 

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Καλά τα έλεγε ο Joe Crow

Δεν ξέρω με ποια αφορμή γράφτηκε αυτό εδώ το τραγούδι, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να αφορά τη διαδικασία της συγγραφής ενός βιβλίου. Όλα τα στοιχεία είναι παρόντα: ο αγώνας για την εύρεση της ιδανικής, της τέλειας λέξης (finding the right words can be a problem), ο τελικός θρίαμβος της απλότητας (couldn̕ t put it more plainly), η αμφιβολία του συγγραφέα για την ίδια του την αξία, ακόμα και αφότου το βιβλίο βρει τελικά τον δρόμο του (charms in limited supply and refusing to stretch) κι αυτό το ανεπαίσθητο κάτι, που σε σπρώχνει μπροστά (that indefinable nothing, somehow motivates you)



Ρϊτα # 9

Ήταν σίγουρος πως του έλεγε ψέματα. Το ήξερε από την αρχή ότι η Ρίτα δεν ήταν το είδος της γυναίκας που μπορούσες να εμπιστευτείς τυφλά. Όταν του είπε πως θα πήγαινε να δει τη μητέρα της στον Βόλο, αποφάσισε να την ακολουθήσει. Την είχε ακούσει να επαναλαμβάνει τη διεύθυνση στο τηλέφωνο, έτσι δεν χρειαζόταν να ψάξει παραπάνω. Ξεκίνησε με το αμάξι του προτού να αναχωρήσει το λεωφορείο της Ρίτας. Ο Βόλος τού άρεσε σαν πόλη, το όμορφο λιμάνι, τα σοκάκια με τα μπαρ, τα ωραία κτήρια, η θέα του Πηλίου στο βάθος. Αλλά δεν είχε έρθει ως εκεί γα τουρισμό –είχε έρθει ως εκεί για μια δουλειά. Πάρκαρε το αμάξι του έξω από την πολυκατοικία της «πεθεράς» του. Είχε φτάσει πριν από τη Ρίτα, κι έτσι δεν μπορούσε παρά να περιμένει. Τελικά, την είδε να έρχεται μετά από καμιά ώρα, κουβαλώντας το κομψό σακ βουαγιάζ της, με εκείνη την απερίγραπτη αξιοπρέπεια και χάρη που πάντα τη χαρακτήριζε, παρά το βάρος της αποσκευής και τις ώρες ταξιδιού που είχαν προηγηθεί. Ένοιωσε να την ερωτεύεται ξανά. Σκέφτηκε προς στιγμή να φύγει, αλλά μετά συνειδητοποίησε πως ίσως η ερωμένη του να συνδύαζε την επίσκεψη στη μητέρα της με μια συνάντηση με κάποιον παλιό – ή τωρινό της – εραστή. Αποφάσισε, λοιπόν, να περιμένει κι άλλο. Και πράγματι, μόλις δύο ώρες αργότερα, την είδε να βγαίνει από την πολυκατοικία, ντυμένη κομψά, ντυμένη εντυπωσιακά, ντυμένη για γκομενοδουλειά. Έβαλε μπρος και την ακολούθησε. Την είδε να μπαίνει σε μια καφετέρια κοντά στην Ερμού. Παρκάρισε βιαστικά και μετά πήγε και κάθισε στο απέναντι τυροπιτάδικο, έτοιμος να επέμβει, προτού να γίνει το κακό.
            Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Κάνα δεκάλεπτο αφότου η Ρίτα είχε φτάσει στο κατάστημα κι είχε βολευτεί σε ένα από τα τραπέζια, ένας άντρας, όχι ιδιαίτερα εμφανίσιμος, ψηλόσωμος αλλά καμπούρης, με τα λιγοστά του μαλλιά πατημένα με ζελέ, μπήκε στην καφετέρια και την πλησίασε. Η Ρίτα σηκώθηκε όρθια και τον αγκάλιασε. Έπειτα οι δυο τους καθίσανε, αρκετά κοντά ο ένας στον άλλον, και βαλθήκανε να μιλάνε. Το κακό δεν άργησε να συμβεί. Μόλις λίγη ώρα αφότου είχαν βρεθεί, ο άγνωστος άντρας άρχισε να κλαίει. Η Ρίτα έφερε το χέρι της στον ώμο του κι αυτός βρήκε την ευκαιρία να τη σφίξει στην αγκαλιά του. Ο φίλος μας δεν μπορούσε να μείνει με σταυρωμένα χέρια: έφυγε από το τυροπιτάδικο δίχως να πληρώσει, πέρασε βιαστικά τον δρόμο και μπήκε φουριόζος στην καφετέρια.
            -Τι συμβαίνει εδώ; γκάριξε όταν έφτασε κοντά στη Ρίτα και τον άλλον.
            -Τι κάνεις εδώ; ήταν το μόνο που σκέφτηκε να του πει εκείνη.
            -Εγώ τι κάνω εδώ; Εσύ τι κάνεις εδώ με αυτόν τον χάλια;
            -Εννοείς τον ξάδερφό μου; Τον ξάδερφό μου λες χάλια; Η γυναίκα του μόλις πέθανε κι εσύ τον λες χάλια;
            Ο χάλιας έμπηξε ακόμα πιο δυνατά τα κλάματα.
            -Φύγε από δω, είπε στον εραστή της η Ρίτα. Να μην σε βλέπω.
            -Καλά, καλά, έκανα ένα λάθος, συγχώρεσέ με, σε παρακαλώ.
            Σηκώθηκε και έφυγε. Δεν ήξερε πού να πάει, κι έτσι χώθηκε στο πρώτο μπαρ που συνάντησε. Ζήτησε να πιει κάτι δυνατό. Κάπου στο δεύτερο ποτό χτύπησε το κινητό του. Ήταν εκείνη.
            -Πού βρίσκεσαι;
            Της είπε. Μετά από λίγο ήρθε και τον βρήκε.
            -Τελείωσε το ποτό σου και πάμε να φύγουμε.
            -Πάμε στη μάνα σου;
            -Όχι, πίσω στην Αθήνα.
            Οδήγησε εκείνη.
            -Α, ρε Ρίτα, συγχώρεσέ με. Ήταν τρομερό λάθος αυτό που έκανα.
            -Καλά, θα δούμε.
            Όταν είχαν πια φτάσει στα Καμένα Βούρλα, θυμήθηκε να τη ρωτήσει.
            -Μήπως θα έπρεπε να έχουμε κοιμηθεί στης μάνας σου;
            -Και ποιος σου είπε ότι εκεί που πήγα έμενε η μάνα μου;

            Έπρεπε να έχει πάρει μαζί του ένα μπουκάλι τσίπουρο. 

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Ρίτα # 8

Εκείνος:
Ρίτα, ο έρωτάς μας είναι σαν το μεγάλο χαμένο άλμπουμ. Και οι δύο ξέρουμε ότι κάποτε υπήρξε, αλλά δεν ξέρουμε πού να ψάξουμε προκειμένου να το βρούμε και να το φέρουμε πάλι στο φως. Ίσως είναι κάτι χειρότερο: ίσως είναι σαν εκείνο το άλμπουμ που ποτέ δεν κατάφεραν να ηχογραφήσουν ο Χέντριξ, ο Μάιλς Ντέιβις, ο ΜακΚάρτνι και ο Τόνι Γουίλλιαμς. Ίσως είναι σαν την όπερα που χάθηκε κάπου στο αρχείο του Χατζιδάκι. Ό,τι κι αν είναι πάντως, ακόμα θυμόμαστε τις μελωδίες του, ακόμα μας συγκλονίζουν οι κρυφοί του ρυθμοί, ακόμα μας καθοδηγούν οι σπάνιες αρμονίες του. Ακόμα σιγοτραγουδάω το όνομά σου, ακόμα σιγοτραγουδάς το δικό μου. Με όποια κι αν είμαι, μου φαίνεται λίγη μπροστά σε σένα. Μου αρέσει να πιστεύω πως το ίδιο συμβαίνει και με σένα και τους δικούς σου εραστές. Ξέρω όλα τα μυστικά σου, ξέρεις όλα τα μυστικά μου. Για αυτό σου λέω, Ρίτα. Μην τον παντρευτείς. Παράτα τον και έλα να με βρεις, εκεί, εκεί που βρισκόμασταν πάντα, εκεί που γνωριστήκαμε.  

Εκείνη:

Δεν ξέρω τι νομίζεις ότι είμαστε ο ένας για τον άλλον. Έτσι κι αλλιώς, δεν ακούω πια τη μουσική που ακούγαμε κάποτε. Τώρα είμαι κάπου καλά, και δεν θέλω να αλλάξει με τίποτα αυτό. Υπάρχουν, βέβαια, στιγμές… Όχι, δεν ήθελα να πω αυτό. Ήθελα να πω… Τέλος πάντων, δεν θα με μπερδέψεις με τα γνωστά σου κόλπα. Αυτό που ήθελα να πω είναι πως είμαι καλά, κάνω πράματα που μαζί σου δεν θα μπορούσα ποτέ να κάνω, γιατί εσύ… Δεν είναι πως ήσουν κακός, απλά θέλαμε άλλα πράματα. Όπως τότε που τσακωθήκαμε για ένα βινύλιο. Είναι δυνατόν; Ωραίο βινύλιο, βέβαια. Ωραία τραγούδια. Μου λείπει να ακούω τα τραγούδια σου καμιά φορά. Κάποτε με νανούριζες, θυμάσαι; Τώρα ο δικός μου… Όχι, όχι, δεν θα με μπερδέψεις με τα κόλπα σου. Είμαι κάπου καλά. Εσύ πού είσαι; Εσύ λες θα είσαι εκεί. Πότε και πώς; Γιατί να έρθω; Πότε να έρθω να σε ψάξω; Τι έχουμε να πούμε; Καλά, έρχομαι. 

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Ρίτα # 7

Άκουγε κυρίως Ρίτα Σακελλαρίου – από ελληνικά – και είχε δει όλες τις ταινίες της Ρίτα Χέϊγουορθ. Το μόνο που του έμενε τώρα ήταν να γνωρίσει από κοντά μια κοπέλα που να τη λένε Ρίτα.
            Τη γνώρισε σε ένα μαγειρείο στα Πετράλωνα, και ήταν πιο λαμπερή από όλα τα εξώφυλλα των Les Rita Mitsuko μαζί. Λαμπερίτα. Τα είπανε, τα συμφωνήσανε, παρατήσανε τις παρέες τους και πήγανε μαζί για ποτό. Ήταν έρωτας με το πρώτο όνομα. Μέχρι που, ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο ουίσκυ με ένα και μόνο παγάκι, εκείνος κατάλαβε πως δεν είναι δυνατόν να ερωτεύεσαι μια γυναίκα μόνο και μόνο επειδή την λένε κάπως και όχι κάπως αλλιώς. Ό,τι κι αν έκαναν εκείνο το βράδυ, ο τύπος αποφάσισε να το αφήσει πίσω του. Δεν την ξαναπήρε, δεν έψαξε να τη βρει. Θεωρούσε την όλη υπόθεση γελοία, ένα παραστράτημα. Έπρεπε να βρει τον πραγματικό έρωτα, ανεξάρτητα από ονόματα.
            Πέρασε έναν χρόνο εντελώς μόνος του, χωρίς καμία γυναικεία παρέα. Του κρατούσαν συντροφιά μόνο οι Ρίτες του, οι χαμένες πια αλλά αιώνια ζωντανές. Μετά, άρχισε να καταλαβαίνει πως ίσως είχε κάνει λάθος εκείνο το βράδυ, όταν είχε γνωρίσει από κοντά μια κοπέλα όμορφη, μια κοπέλα γλυκιά. Το ότι την λέγανε Ρίτα ήταν δευτερεύον, αν όχι τριτεύον. Έπρεπε να τη ξαναβρεί. Έψαξε τον αριθμό της στο τηλέφωνό του. Δεν το βρήκε πουθενά. Είχε σβήσει και τον αριθμό και κάτι μισοαπελπισμένα μηνύματα που του είχε στείλει τις πρώτες μέρες μετά τη γνωριμία τους. Άρχισε να πηγαίνει τακτικά στο μαγειρείο και στο μπαρ που είχανε πάει εκείνο το πρώτο βράδυ. Δεν κατάφερε τίποτα.
            Τον έπιασε μια μόνιμη μελαγχολία. Κάτι έπρεπε να κάνει. Άρχισε να βγαίνει πιο συχνά, μήπως και βρει κάποια άλλη, είτε Ρίτα είτε οτιδήποτε άλλο. Και ένα βράδυ, σε ένα μπαρ όπου δεν περίμενε να τη δει ποτέ, την αντίκρυσε ξανά. Με κάποιον άλλον. Με μια βέρα στο δεξί της χέρι. Προσπάθησε παρόλα αυτά να την προσεγγίσει, να τη δελεάσει, να τη μεταπείσει. Δεν κατάφερε τίποτα, φυσικά. Άρχισε να πίνει σαν να μην υπήρχε αύριο. Δεν πρόσεξε καν πως εκείνη είχε πια φύγει. Δεν έδωσε σημασία ούτε όταν οι φίλοι του αποχώρησαν. Έμεινε μόνος του, να παραγγέλνει συνέχεια ποτά από την μπαργούμαν.  
            Ξύπνησε το επόμενο πρωί σε ένα άγνωστο κρεβάτι, κι αντίκρυσε μπροστά του μια άγνωστη γυναίκα που του χαμογελούσε θερμά. Του ήταν αόριστα οικεία, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει ποια ήταν ακριβώς.
            -Δεν με θυμάσαι, ε; τον ρώτησε, καθώς του πρόσφερε έναν πολυχρείαστο καφέ.
            -Όχι, απάντησε εκείνος.
            -Η μπαργούμαν είμαι, από χτες, του είπε, ενώ κάθισε κοντά του.
            Εκείνος δεν ήξερε τι να πει. Εκείνη του χάιδεψε τα μαλλιά. Είπε με ένα χαμόγελο:
            -Αυτό που ζήσαμε χτες ήταν…      
            -Τι; ρώτησε τρομαγμένος.
            -…καταπληκτικό! Υπέροχο.

            Σηκώθηκε από το κρεβάτι και βγήκε στο μπαλκόνι. Γύρισε ξανά και του χαμογέλασε. Εκείνος δεν ήξερε τι να πει. Ήταν σίγουρα πολύ όμορφη. Το σκέφτηκε λίγο ακόμα και κατάλαβε πως δεν ήταν ανάγκη να τον πιάσει άγχος για το αν θα είναι αυτή η γυναίκα της ζωής του. Θα έμενε μαζί της για όσο πήγαινε. Της έριξε ένα ακόμα βλέμμα. Άλλωστε, έμοιαζε λίγο με τη Ρίτα Μορένο. 

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Ρίτα # 6

Εξ όσων θυμόταν, ο Κάγκνεϊ και η Χέϊγουορθ δεν είχαν παίξει μαζί σε καμιά ταινία, αλλά καταλάβαινε απόλυτα το ζουμί του στίχου, ειδικά εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, που είχε μπροστά του μια τόσο ωραία Ρίτα.
            Μόλις του είπε το όνομά της, δεν βρήκε τίποτα πιο έξυπνο να της πει εκτός από αυτόν τον στίχο ακριβώς.
            -Βέβαια, συμπλήρωσε, γεμάτος σιγουριά, οι δυο τους δεν παίξανε ποτέ σε καμιά ταινία.
            -Κάνεις λάθος, του αντέτεινε. Παίξανε μαζί στο Strawberry Blonde του 1941. Όχι ακριβώς το νουάρ που ίσως είχε υπόψιν του ο Δεληβοριάς, αλλά θα έπρεπε να σου αρκεί.
            -Μου αρκεί, μου αρκεί. Να σε κεράσω ένα ποτό;
            -Αν μου γράψεις κι εσύ έναν τέτοιο στίχο…
            -Στίχο; Δεν έχω γράψει ποτέ στη ζωή μου στίχους.
            Ανασήκωσε τους ώμους της.
            -Τότε, λυπάμαι.
            Δεν ήθελε να φανεί πιεστικός κι έτσι απομακρύνθηκε.
            Κι όμως, όλο το υπόλοιπο βράδυ σκεφτόταν ποιες λέξεις θα μπορούσε να της αφιερώσει. Τελικά, καθώς η κοπέλα μαζί με την παρέα της κατευθυνόταν προς την έξοδο του μπαρ, εκείνος τη σταμάτησε και της είπε:
            -Ακόμα και τώρα, που είμαι πίτα/καμιά πιο όμορφη απ̕  τη Ρίτα.
            Η κοπέλα χαμογέλασε σιβυλλικά.
            -Καλά, ό,τι πεις, του απάντησε τελικά. Καληνύχτα.
            Συναντηθήκαν μετά από εβδομάδες στο ίδιο μπαρ. Εκείνος έκανε ότι δεν την ήξερε. Η Ρίτα τού χαμογελούσε όλο το βράδυ από μακριά, αλλά μάλλον διφορούμενα.
            Τελικά βρέθηκαν μετά από ώρα ταυτόχρονα στον προθάλαμο της τουαλέτας.
            -Με θυμάσαι; του είπε.
            -Ναι, αναγκάστηκε να παραδεχτεί εκείνος.
            -Τελικά, πρέπει να ομολογήσω ότι το δίστιχό σου δεν ήταν και τόσο κακό.
            -Α, οκέι, έκανε εκείνος, ελαφρώς μπερδεμένος.
            Ο προηγούμενος από αυτόν βγήκε από το λουτρό. Ο όψιμος ποιητής αποφάσισε να μπει, νεύοντας προηγουμένως ακαταλαβίστικα στην κοπέλα. Εκείνη δεν είπε τίποτα.
            Όση ώρα ήταν μόνος του στο λουτρό, κατάλαβε πως είχε φερθεί βλακωδώς. Η Ρίτα, παρά την πρώτη αποτυχία, είχε δείξει τελικά ενδιαφέρον. Όταν έβγαινε, θα της μιλούσε.
            Όταν τελικά βγήκε, έπλυνε βιαστικά τα χέρια του κι έσπευσε προς τον κυρίως χώρο του μπαρ.

            Αλλά η Ρίτα δεν ήταν πια εκεί. 

Ρίτα # 5

Αποφάσισε να εξομολογηθεί στη Ρίτα τον έρωτά του μέσω ενός sms. Της έγραψε το κείμενο και το έστειλε. Περίμενε ώρες πάνω από το τηλέφωνο. Τελικά ήρθε μήνυμα από κάποιον άγνωστο αριθμό. «Το καινούριο μου τηλέφωνο – Ρίτα». Προφανώς, δεν είχε διαβάσει το μήνυμά του, που είχε σταλεί στην άλλη συσκευή. Τώρα έπρεπε να της το στείλει από την αρχή. Ή απλώς να σωπάσει. Επέλεξε να… 

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Ρίτα # 4

Όταν είδε το γκράφιτι που απεικόνιζε τη γυναίκα με τη γραβάτα και την προκλητικά στενή φούστα, αμέσως θυμήθηκε τη Ρίτα. Έτσι ντυνόταν κι εκείνη μια περίοδο. Μάλιστα, κάτω από την εικόνα υπήρχε γραμμένη και η φράση: To R. Ήταν, λοιπόν, κάποιο είδος φόρου τιμής; Φωτογράφισε την εικόνα με το κινητό του. Δύο μέρες μετά, μερικά τετράγωνα πιο κάτω, είδε πάλι την ίδια ζωγραφιά, σε μια κολώνα του κτηρίου της Εθνικής. Τη φωτογράφισε κι αυτή. Άρα ο καλλιτέχνης έμενε – ή σύχναζε – κάπου εκεί κοντά. Αποφάσισε να τον αναζητήσει. Δεν ήξερε, όμως, πώς και πού. Βγήκε περιπολία καναδυό βράδια, αλλά δεν είδε τίποτα και κανέναν.
Τελικά, τα παράτησε. Κι άλλωστε, τι τον ένοιαζε; Το πολύ-πολύ να συναντούσε έναν ακόμα Ριτόπληκτο. Εγκατέλειψε την προσπάθεια, λοιπόν, κι αποφάσισε να συνεχίσει τη ζωή του. Ώσπου, ένα βράδυ, μήνες μετά, εκεί που έπινε μόνος σε ένα μπαρ κοντά στο σπίτι του, βάλθηκε να χαζεύει τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει με το κινητό του. Φτάνοντας σε εκείνες που απεικόνιζαν τα δύο γκράφιτι, ένοιωσε να καταλαμβάνεται από ένα απελπισμένο, απελπιστικό πάθος. Παρήγγειλε κι άλλο ποτό, ακόμα πιο δυνατό από εκείνο που έπινε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Το ήπιε γρήγορα και παρήγγειλε κι άλλο. Πίνοντάς το κι αυτό, πλήρωσε κι έφυγε από το μπαρ. Πήγε σπίτι του κι έψαξε έναν μαρκαδόρο. Ξαναβγήκε στο δρόμο και, στο πρώτο λευκό κομμάτι τοίχου που συνάντησε μπροστά του, βάλθηκε να ζωγραφίζει τη μορφή της. Μες στο μεθύσι του, δεν άκουσε τις σειρήνες, παρά μόνο όταν ήταν πια αργά. Τον μπουζουριάσανε και τον πήγανε στο τμήμα για καταστροφή δημόσιας περιουσίας. Τον ρίξανε σε ένα κελί, μέχρι να ξεμεθύσει. Το επόμενο πρωί, τον ανέβασαν στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας. Εκεί αντίκρυσε, μεταξύ των αστυνομικών, και εκείνη. Είχε κάνει καταγγελία για τα γκράφιτι που υπήρχαν διάσπαρτα στο κέντρο της Αθήνας και τα οποία απεικόνιζαν την μορφή της.
-Αυτός είναι, λοιπόν, ο ένοχος, της εξήγησε ο αξιωματικός υπηρεσίας.
Η Ρίτα πήγε κοντά στον συλληφθέντα και τον κοίταξε αυστηρά.
-Δεν το περίμενα αυτό από σένα. Το περίμενα από άλλους, αλλά όχι από σένα.
Εκείνος δεν ήξερε τι να απαντήσει. Τελικά, ενώ εκείνη διέσχιζε το κατώφλι της πόρτας, της φώναξε.
-Όταν ξεμπλέξω, θες να πάμε για έναν καφέ;
Η Ρίτα κοντοστάθηκε και χαμογέλασε.
-Ίσως μετά το δικαστήριο, είπε τελικά. Θα σε κεράσω εγώ, με τα λεφτά της αποζημίωσης.

Έστω κι αυτό, του αρκούσε.  

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Ρίτα # 3

Η Ρίτα μάζεψε τα λεφτά από το πάτωμα. Σηκώθηκε όρθια, πήγε κοντά του και του τα πέταξε στη μούρη.
            -Μη μου ξανατηλεφωνήσεις. Δεν θέλω να σε ξαναδώ, του είπε.
            Έπειτα σηκώθηκε και έφυγε. Εκείνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα παραπάνω από το να την παρακολουθήσει να ανοίγει την πόρτα, να βγαίνει έξω κι έπειτα να την κλείνει πίσω της βροντερά. Είχε ήδη μετανιώσει για αυτά που της είχε κάνει, για αυτά που της είχε πει.
            Σήκωσε με τη σειρά του τα λεφτά από το πάτωμα. Τα μέτρησε, λες και είχε σημασία αν ήταν πολλά ή λίγα. Έπειτα βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε κάτω, στον δρόμο. Η Ρίτα περίμενε ακόμα για ταξί.
            Χωρίς καν να το καταλάβει, ο άντρας έτρεξε προς την εξώπορτα του διαμερίσματός του, την άνοιξε και κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά. Στη φούρια του να περάσει τον δρόμο, δεν είδε το αυτοκίνητο που ερχόταν από αριστερά. Κι ο οδηγός δεν πρόλαβε να φρενάρει.
            Όταν ξαναβρήκε τις αισθήσεις του, ο φίλος της Ρίτας την είδε σκυμμένη από πάνω του.
            -Είσαι καλά; τον ρώτησε.  
            -Να που με ξαναείδες τελικά.
            -Τι;
            -Όχι, έλεγες πριν…
            -Δεν καταλαβαίνω.
            Ακούστηκε η σειρήνα του ασθενοφόρου να πλησιάζει.
            -Θα έρθεις μαζί μου; την ρώτησε. Μέχρι το νοσοκομείο, τουλάχιστον. Και μετά βλέπουμε.

            -Και μετά βλέπουμε. 

Ρίτα # 2

Του άρεσαν τα ταξίδια, του έλειπαν τα λεφτά. Προκειμένου να παρηγορηθεί, πήγαινε βόλτα στα δρομάκια κάτω από την Ομόνοια, στα μαγαζιά και τα φαγάδικα των μεταναστών, άλλοτε μόνος, άλλοτε με παρέα. Εκείνο το βράδυ, πήγε μόνος. Κάθισε στο εστιατόριο ενός ψηλόσωμου, ανέκφραστου ανθρώπου από την Αφρική, στο μοναδικό ελεύθερο τραπέζι που είχε μείνει. Παρήγγειλε τα ωραία του φαγητά και κάμποσο ελληνικό κρασί και βάλθηκε να παρατηρεί τους υπόλοιπους θαμώνες, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν κι αυτοί Αφρικανοί.
Η γυναικεία παρέα μπήκε σχεδόν αμέσως μετά από αυτόν. Είδαν πως δεν υπήρχε ελεύθερο τραπέζι κι έκαναν να φύγουν, αλλά ο μαγαζάτορας τις έπεισε να κάτσουν, έως ότου, τουλάχιστον, ρωτήσει τον άνθρωπο που είχε έρθει λίγο πριν αν ήθελε παρέα στο τραπέζι του – που ήταν, άλλωστε, για τέσσερα άτομα. Ο θαμώνας συμφώνησε και οι τρεις γυναίκες ήρθαν και κάθισαν κοντά του. Ήταν και οι τρεις όμορφες, αλλά μόνο μία από αυτές του φαινόταν πραγματικά συναρπαστική. Την έλεγαν Ρίτα. Ο άντρας μιλούσε άνετα με όλες, αλλά εγκάρδια μόνο με εκείνη. Κι όμως, όταν έφτασε η ώρα να φύγουν, και παρόλο που είχε πιει σχεδόν ένα λίτρο κρασί, δεν βρήκε το θάρρος να της ζητήσει το τηλέφωνο.
Την κουβαλούσε, όμως, πάντα μέσα του, από εκείνο το βράδυ και μετά, σαν τη μεγάλη χαμένη ευκαιρία. Και, χρόνια μετά, όταν είχε πια αρκετά λεφτά για να ταξιδέψει, κι είχε μετακομίσει σε μια όμορφη, ήσυχη πόλη της Νορβηγίας, την είδε να περνά από κοντά του, αγκαλιά με έναν άλλον τύπο. Κι όμως, παρόλο που το βράδυ της πρώτης του γνωριμίας, δεν είχε τολμήσει να κάνει αυτό που έπρεπε, εκείνο το απόγευμα της δεύτερης συνάντησης, βρήκε το θάρρος να τη σταματήσει και να της μιλήσει, σαν να ήταν δυο παλιοί, καλοί φίλοι. Εκείνη έμεινε ανέκφραστη για λίγο, μετέωρη προφανώς ανάμεσα στο αν θα έπρεπε να του δείξει πως τον είχε όντως γνωρίσει ή να αποφύγει κάθε κουβέντα μαζί του. Τελικά, επέλεξε να τον χαιρετήσει με την ίδια εγκαρδιότητα που τον είχε αποχαιρετήσει κατά την πρώτη τους συνάντηση.
Οι τρεις τους πιάσανε την κουβέντα και το ζευγάρι πρότεινε στον άλλον να τους υποδείξει κάποια καλή παμπ και, αν ήθελε, να έρθει μαζί τους ως εκεί για να πιουν. Εκείνος ακολούθησε πρόθυμα. Κάθισαν σε ένα μικρό τραπέζι και τα είπανε. Όταν ο φίλος της Ρίτας πήγε στο μπάνιο, ο άλλος βρήκε την ευκαιρία να της πει πως όλα αυτά τα χρόνια τη σκεφτόταν.  
-Ωραία, λοιπόν, πάμε να φύγουμε.
-Τι; Τι είναι αυτά που λες;
-Γιατί όχι;
-Το εννοείς, δηλαδή;
-Ναι.
Δεν του φάνηκε ευγενικό. Δεν του φάνηκε ανθρώπινο. Ήταν τρελή ή απελπισμένη; Κάθισε στα αυγά του. Ο φίλος της Ρίτας επέστρεψε. Πέρασαν μαζί ακόμα είκοσι λεπτά και μετά χωρίστηκαν.

Την τρίτη φορά… δεν υπήρξε τρίτη φορά. Οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν άλλο ένα βράδυ, και πάλι στην Αθήνα, αλλά κάνανε και οι δύο πως δεν είδαν ο ένας τον άλλον.