Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Ρίτα # 3

Η Ρίτα μάζεψε τα λεφτά από το πάτωμα. Σηκώθηκε όρθια, πήγε κοντά του και του τα πέταξε στη μούρη.
            -Μη μου ξανατηλεφωνήσεις. Δεν θέλω να σε ξαναδώ, του είπε.
            Έπειτα σηκώθηκε και έφυγε. Εκείνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα παραπάνω από το να την παρακολουθήσει να ανοίγει την πόρτα, να βγαίνει έξω κι έπειτα να την κλείνει πίσω της βροντερά. Είχε ήδη μετανιώσει για αυτά που της είχε κάνει, για αυτά που της είχε πει.
            Σήκωσε με τη σειρά του τα λεφτά από το πάτωμα. Τα μέτρησε, λες και είχε σημασία αν ήταν πολλά ή λίγα. Έπειτα βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε κάτω, στον δρόμο. Η Ρίτα περίμενε ακόμα για ταξί.
            Χωρίς καν να το καταλάβει, ο άντρας έτρεξε προς την εξώπορτα του διαμερίσματός του, την άνοιξε και κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά. Στη φούρια του να περάσει τον δρόμο, δεν είδε το αυτοκίνητο που ερχόταν από αριστερά. Κι ο οδηγός δεν πρόλαβε να φρενάρει.
            Όταν ξαναβρήκε τις αισθήσεις του, ο φίλος της Ρίτας την είδε σκυμμένη από πάνω του.
            -Είσαι καλά; τον ρώτησε.  
            -Να που με ξαναείδες τελικά.
            -Τι;
            -Όχι, έλεγες πριν…
            -Δεν καταλαβαίνω.
            Ακούστηκε η σειρήνα του ασθενοφόρου να πλησιάζει.
            -Θα έρθεις μαζί μου; την ρώτησε. Μέχρι το νοσοκομείο, τουλάχιστον. Και μετά βλέπουμε.

            -Και μετά βλέπουμε. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου