Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Ρίτα # 7

Άκουγε κυρίως Ρίτα Σακελλαρίου – από ελληνικά – και είχε δει όλες τις ταινίες της Ρίτα Χέϊγουορθ. Το μόνο που του έμενε τώρα ήταν να γνωρίσει από κοντά μια κοπέλα που να τη λένε Ρίτα.
            Τη γνώρισε σε ένα μαγειρείο στα Πετράλωνα, και ήταν πιο λαμπερή από όλα τα εξώφυλλα των Les Rita Mitsuko μαζί. Λαμπερίτα. Τα είπανε, τα συμφωνήσανε, παρατήσανε τις παρέες τους και πήγανε μαζί για ποτό. Ήταν έρωτας με το πρώτο όνομα. Μέχρι που, ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο ουίσκυ με ένα και μόνο παγάκι, εκείνος κατάλαβε πως δεν είναι δυνατόν να ερωτεύεσαι μια γυναίκα μόνο και μόνο επειδή την λένε κάπως και όχι κάπως αλλιώς. Ό,τι κι αν έκαναν εκείνο το βράδυ, ο τύπος αποφάσισε να το αφήσει πίσω του. Δεν την ξαναπήρε, δεν έψαξε να τη βρει. Θεωρούσε την όλη υπόθεση γελοία, ένα παραστράτημα. Έπρεπε να βρει τον πραγματικό έρωτα, ανεξάρτητα από ονόματα.
            Πέρασε έναν χρόνο εντελώς μόνος του, χωρίς καμία γυναικεία παρέα. Του κρατούσαν συντροφιά μόνο οι Ρίτες του, οι χαμένες πια αλλά αιώνια ζωντανές. Μετά, άρχισε να καταλαβαίνει πως ίσως είχε κάνει λάθος εκείνο το βράδυ, όταν είχε γνωρίσει από κοντά μια κοπέλα όμορφη, μια κοπέλα γλυκιά. Το ότι την λέγανε Ρίτα ήταν δευτερεύον, αν όχι τριτεύον. Έπρεπε να τη ξαναβρεί. Έψαξε τον αριθμό της στο τηλέφωνό του. Δεν το βρήκε πουθενά. Είχε σβήσει και τον αριθμό και κάτι μισοαπελπισμένα μηνύματα που του είχε στείλει τις πρώτες μέρες μετά τη γνωριμία τους. Άρχισε να πηγαίνει τακτικά στο μαγειρείο και στο μπαρ που είχανε πάει εκείνο το πρώτο βράδυ. Δεν κατάφερε τίποτα.
            Τον έπιασε μια μόνιμη μελαγχολία. Κάτι έπρεπε να κάνει. Άρχισε να βγαίνει πιο συχνά, μήπως και βρει κάποια άλλη, είτε Ρίτα είτε οτιδήποτε άλλο. Και ένα βράδυ, σε ένα μπαρ όπου δεν περίμενε να τη δει ποτέ, την αντίκρυσε ξανά. Με κάποιον άλλον. Με μια βέρα στο δεξί της χέρι. Προσπάθησε παρόλα αυτά να την προσεγγίσει, να τη δελεάσει, να τη μεταπείσει. Δεν κατάφερε τίποτα, φυσικά. Άρχισε να πίνει σαν να μην υπήρχε αύριο. Δεν πρόσεξε καν πως εκείνη είχε πια φύγει. Δεν έδωσε σημασία ούτε όταν οι φίλοι του αποχώρησαν. Έμεινε μόνος του, να παραγγέλνει συνέχεια ποτά από την μπαργούμαν.  
            Ξύπνησε το επόμενο πρωί σε ένα άγνωστο κρεβάτι, κι αντίκρυσε μπροστά του μια άγνωστη γυναίκα που του χαμογελούσε θερμά. Του ήταν αόριστα οικεία, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει ποια ήταν ακριβώς.
            -Δεν με θυμάσαι, ε; τον ρώτησε, καθώς του πρόσφερε έναν πολυχρείαστο καφέ.
            -Όχι, απάντησε εκείνος.
            -Η μπαργούμαν είμαι, από χτες, του είπε, ενώ κάθισε κοντά του.
            Εκείνος δεν ήξερε τι να πει. Εκείνη του χάιδεψε τα μαλλιά. Είπε με ένα χαμόγελο:
            -Αυτό που ζήσαμε χτες ήταν…      
            -Τι; ρώτησε τρομαγμένος.
            -…καταπληκτικό! Υπέροχο.

            Σηκώθηκε από το κρεβάτι και βγήκε στο μπαλκόνι. Γύρισε ξανά και του χαμογέλασε. Εκείνος δεν ήξερε τι να πει. Ήταν σίγουρα πολύ όμορφη. Το σκέφτηκε λίγο ακόμα και κατάλαβε πως δεν ήταν ανάγκη να τον πιάσει άγχος για το αν θα είναι αυτή η γυναίκα της ζωής του. Θα έμενε μαζί της για όσο πήγαινε. Της έριξε ένα ακόμα βλέμμα. Άλλωστε, έμοιαζε λίγο με τη Ρίτα Μορένο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου