Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Ρϊτα # 9

Ήταν σίγουρος πως του έλεγε ψέματα. Το ήξερε από την αρχή ότι η Ρίτα δεν ήταν το είδος της γυναίκας που μπορούσες να εμπιστευτείς τυφλά. Όταν του είπε πως θα πήγαινε να δει τη μητέρα της στον Βόλο, αποφάσισε να την ακολουθήσει. Την είχε ακούσει να επαναλαμβάνει τη διεύθυνση στο τηλέφωνο, έτσι δεν χρειαζόταν να ψάξει παραπάνω. Ξεκίνησε με το αμάξι του προτού να αναχωρήσει το λεωφορείο της Ρίτας. Ο Βόλος τού άρεσε σαν πόλη, το όμορφο λιμάνι, τα σοκάκια με τα μπαρ, τα ωραία κτήρια, η θέα του Πηλίου στο βάθος. Αλλά δεν είχε έρθει ως εκεί γα τουρισμό –είχε έρθει ως εκεί για μια δουλειά. Πάρκαρε το αμάξι του έξω από την πολυκατοικία της «πεθεράς» του. Είχε φτάσει πριν από τη Ρίτα, κι έτσι δεν μπορούσε παρά να περιμένει. Τελικά, την είδε να έρχεται μετά από καμιά ώρα, κουβαλώντας το κομψό σακ βουαγιάζ της, με εκείνη την απερίγραπτη αξιοπρέπεια και χάρη που πάντα τη χαρακτήριζε, παρά το βάρος της αποσκευής και τις ώρες ταξιδιού που είχαν προηγηθεί. Ένοιωσε να την ερωτεύεται ξανά. Σκέφτηκε προς στιγμή να φύγει, αλλά μετά συνειδητοποίησε πως ίσως η ερωμένη του να συνδύαζε την επίσκεψη στη μητέρα της με μια συνάντηση με κάποιον παλιό – ή τωρινό της – εραστή. Αποφάσισε, λοιπόν, να περιμένει κι άλλο. Και πράγματι, μόλις δύο ώρες αργότερα, την είδε να βγαίνει από την πολυκατοικία, ντυμένη κομψά, ντυμένη εντυπωσιακά, ντυμένη για γκομενοδουλειά. Έβαλε μπρος και την ακολούθησε. Την είδε να μπαίνει σε μια καφετέρια κοντά στην Ερμού. Παρκάρισε βιαστικά και μετά πήγε και κάθισε στο απέναντι τυροπιτάδικο, έτοιμος να επέμβει, προτού να γίνει το κακό.
            Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Κάνα δεκάλεπτο αφότου η Ρίτα είχε φτάσει στο κατάστημα κι είχε βολευτεί σε ένα από τα τραπέζια, ένας άντρας, όχι ιδιαίτερα εμφανίσιμος, ψηλόσωμος αλλά καμπούρης, με τα λιγοστά του μαλλιά πατημένα με ζελέ, μπήκε στην καφετέρια και την πλησίασε. Η Ρίτα σηκώθηκε όρθια και τον αγκάλιασε. Έπειτα οι δυο τους καθίσανε, αρκετά κοντά ο ένας στον άλλον, και βαλθήκανε να μιλάνε. Το κακό δεν άργησε να συμβεί. Μόλις λίγη ώρα αφότου είχαν βρεθεί, ο άγνωστος άντρας άρχισε να κλαίει. Η Ρίτα έφερε το χέρι της στον ώμο του κι αυτός βρήκε την ευκαιρία να τη σφίξει στην αγκαλιά του. Ο φίλος μας δεν μπορούσε να μείνει με σταυρωμένα χέρια: έφυγε από το τυροπιτάδικο δίχως να πληρώσει, πέρασε βιαστικά τον δρόμο και μπήκε φουριόζος στην καφετέρια.
            -Τι συμβαίνει εδώ; γκάριξε όταν έφτασε κοντά στη Ρίτα και τον άλλον.
            -Τι κάνεις εδώ; ήταν το μόνο που σκέφτηκε να του πει εκείνη.
            -Εγώ τι κάνω εδώ; Εσύ τι κάνεις εδώ με αυτόν τον χάλια;
            -Εννοείς τον ξάδερφό μου; Τον ξάδερφό μου λες χάλια; Η γυναίκα του μόλις πέθανε κι εσύ τον λες χάλια;
            Ο χάλιας έμπηξε ακόμα πιο δυνατά τα κλάματα.
            -Φύγε από δω, είπε στον εραστή της η Ρίτα. Να μην σε βλέπω.
            -Καλά, καλά, έκανα ένα λάθος, συγχώρεσέ με, σε παρακαλώ.
            Σηκώθηκε και έφυγε. Δεν ήξερε πού να πάει, κι έτσι χώθηκε στο πρώτο μπαρ που συνάντησε. Ζήτησε να πιει κάτι δυνατό. Κάπου στο δεύτερο ποτό χτύπησε το κινητό του. Ήταν εκείνη.
            -Πού βρίσκεσαι;
            Της είπε. Μετά από λίγο ήρθε και τον βρήκε.
            -Τελείωσε το ποτό σου και πάμε να φύγουμε.
            -Πάμε στη μάνα σου;
            -Όχι, πίσω στην Αθήνα.
            Οδήγησε εκείνη.
            -Α, ρε Ρίτα, συγχώρεσέ με. Ήταν τρομερό λάθος αυτό που έκανα.
            -Καλά, θα δούμε.
            Όταν είχαν πια φτάσει στα Καμένα Βούρλα, θυμήθηκε να τη ρωτήσει.
            -Μήπως θα έπρεπε να έχουμε κοιμηθεί στης μάνας σου;
            -Και ποιος σου είπε ότι εκεί που πήγα έμενε η μάνα μου;

            Έπρεπε να έχει πάρει μαζί του ένα μπουκάλι τσίπουρο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου