Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΟΤΟ ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ

Είχε θόρυβο στο μαγαζί. Είχε κόσμο και γλυκές μυρωδιές και μια αλλόκοτα αιθέρια μουσική, που όμοιά της το κοριτσάκι δεν είχε ξανακούσει. Μπήκε μέσα κάπως ανήσυχο, παρόλο που δεν ήταν η πρώτη φορά που ζητιάνευε, γιατί οι θαμώνες τής φαίνονταν όλοι όμορφοι και ψηλοί και καλοντυμένοι. Είχε μόλις αρχίσει να σουρουπώνει. Πέρασε από διάφορα τραπέζια. Άλλοι αρνήθηκαν και να την κοιτάξουν ακόμα, άλλοι της χαμογέλασαν και της έδωσαν πενταροδεκάρες, άλλοι της πρόσφεραν τα απομεινάρια του γλυκού τους ή το μπισκότο που συνόδευε τον καφέ τους. Τα δέχτηκε όλα, έστω και με μισή καρδιά. Δεν της άρεσε να ζητιανεύει κι ονειρευόταν ήδη την ημέρα που θα ξέφευγε. Κοντοστάθηκε για να μετρήσει τη μέχρι τώρα συγκομιδή της – δεν έφτανε παραπάνω από εκατό δραχμές. Προχώρησε κι άλλο και έφτασε στο βάθος του μαγαζιού, στο σημείο που ήταν πιο απομακρυσμένο από την είσοδο. Εκεί, σε ένα μικρό, στρόγγυλο τραπέζι, καθόταν ένας μεγαλόσωμος άντρας, με πυκνό μούσι και ανήσυχο, διαπεραστικό βλέμμα. Μπροστά του είχε μια αριθμομηχανή, κάμποσες αποδείξεις και τιμολόγια κι ένα μπουκάλι με ουίσκυ. Βλέποντάς την, της χαμογέλασε, αλλά με ένα χαμόγελο που δεν της καλάρεσε. Του άπλωσε το μικρό της χέρι κι εκείνος γέλασε.
            -Λεφτά θέλεις; της είπε.
            Όταν εκείνη ένεψε ναι, ο μεγαλόσωμος άντρας της απάντησε:
            -Δεν έχω λεφτά. Έχω, όμως, κάτι καλύτερο, είπε και γύρισε προς το μπαρ του μαγαζιού.
            Φώναξε κάποιον Τάσο, τον μπάρμαν.
            -Πιάσε ένα σφηνάκι, του είπε.
            Ο Τάσος, που ήταν κι αυτός ψηλός, με αλογοουρά, ήρθε κοντά τους, φέρνοντας μαζί του αυτό που του είχε ζητηθεί. Το απόθεσε στο μικρό τραπέζι και ξαναγύρισε στη δουλειά του, χωρίς να ρωτήσει πώς και γιατί. Ο άντρας με το μούσι πήρε στο χέρι του το κοντό ποτήρι και το γέμισε με ουίσκυ. Το μύρισε ευχαριστημένος κι έπειτα το πρόσφερε στη μικρή.
            Η μικρή δεν ήθελε να το πάρει στα χέρια της. Από την άλλη, όμως, κάτι την τραβούσε σε αυτό το κομμάτι γυαλί με το κοκκινωπό φαρμάκι. Την απωθούσε και ταυτόχρονα την καλούσε κοντά του. Τελικά η φωνή που έλεγε «πάρε με στο χέρι σου» υπερίσχυσε. Το κοριτσάκι πήρε το σφηνάκι στο μικρό της χέρι και, με αποφασιστικότητα που θα ζήλευε ακόμα κι ένας πυροσβέστης μπροστά σε ένα φλεγόμενο κτίριο, το έφερε στο στόμα της και κατάπιε μονομιάς το περιεχόμενό του. Της φάνηκε πικρό και της φάνηκε ωραίο.
            -Σου άρεσε; την ρώτησε ο άντρας με το μούσι.
            -Κι άλλο, του απάντησε η μικρή.
            -Δεν έχει άλλο, της είπε ο άντρας γελώντας. Άντε, πήγαινε τώρα.
            Το κορίτσι έφυγε. Μέχρι να φτάσει στην πόρτα ένοιωθε ήδη να ζαλίζεται. Είχε ξεχάσει και τη ζητιανιά και τα χαστούκια του υποτιθέμενου πατέρα της και την ξυπολυσιά της. Το μόνο που την ένοιαζε πια ήταν να γευτεί ξανά αυτό το θανάσιμο νέκταρ. Η προσφορά του άγνωστου άντρα είχε ξυπνήσει μέσα της ένα τέρας.
            Τον είδε ξανά μετά από χρόνια. Ήταν πια μια όμορφη γυναίκα. Τώρα δεν ζητιάνευε· τώρα οι άντρες της πρόσφεραν τα πάντα, αλλά με ένα πολύ απλό αντάλλαγμα – να τους δοθεί για καμιά ώρα το πολύ. Δεν ήταν η ανάγκη για λεφτά που την είχε κρατήσει κοντά στον άνθρωπο που έλεγε πως ήταν πατέρας της. Δεν ήταν η αγάπη γα αυτόν ή για τα υποτιθέμενα αδέρφια της, τα άλλα θύματά του. Ήταν αυτή η λαχτάρα της για το δηλητήριο που πρώτος εκείνος ο μεγαλόσωμος άντρας της είχε προσφέρει, κι έπειτα η λαχτάρα για άλλα, πιο δυνατά, πιο ληθερά δηλητήρια, που της παρείχε γενναιόδωρα ο ψευτοπατέρας της, ξέροντας πως έτσι θα κοίμιζε εκείνη την άλλη δίψα της, τη δίψα της να φύγει από κοντά του. 
            Τον είδε ξανά μετά από χρόνια. Ή, έστω, είδε κάποιον που του έμοιαζε. Η θέα του της θύμισε όλη τη θλιβερή ζωή της, της θύμισε, όμως, κι εκείνο το παιδικό όνειρο της φυγής. Καθόταν σε ένα μπαρ με έναν πελάτη της. Ενώ η κοπέλα σκεφτόταν πόσο είχε χαραμίσει τη ζωή της, εκείνος άπλωσε – όχι για πρώτη φορά – το χέρι του στον ώμο της. Τίποτα δεν την είχε ποτέ αηδιάσει περισσότερο. Πήρε το ποτό της, και του το έχυσε στη μούρη. Έπειτα, πριν εκείνος προλάβει να αντιδράσει, πετάχτηκε όρθια κι έτρεξε έξω. Βγαίνοντας στο δρόμο, δεν ήξερε πού να πάει. Ήξερε μόνο πως τα τακούνια της την εμπόδιζαν να τρέξει μακριά, μακριά από τον εξοργισμένο πελάτη της, μακριά από τον ψευτοπατέρα της, μακριά από τον άντρα που της είχε προσφέρει το πρώτο της ποτό. Ξυπόλυτη πια, όπως εκείνη την πρώτη μέρα που έβαλε στο στόμα της οινόπνευμα, άρχισε να τρέχει μακριά, χωρίς να ξέρει προς τα πού, αλλά ελεύθερη.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου