Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Το ελβετικό ρολόι

Οι ιστορίες που είχε ακούσει για το ρολόι του προπάππου του ήταν αμέτρητες. Από την παιδική του κιόλας ηλικία, η μητέρα του τού μιλούσε για την μαγική, κατά τη γνώμη της, δύναμη που διέθετε αυτό το αξεσουάρ, θέλοντας να του μεταδώσει τον φόβο της και, παράλληλα, τον αγνό της θαυμασμό. Ο προπάππους του είχε κάποτε σώσει στη Σμύρνη τη ζωή ενός Τούρκου αξιωματούχου, κι εκείνος του το είχε ανταποδώσει χαρίζοντάς του ένα χρυσό ρολόι τσέπης. Από τότε η ζωή του προπάππου του, άλλαξε. Την επόμενη κιόλας μέρα από την παράδοση του ρολογιού βρήκε δουλειά – μετά από μήνες αναζήτησης – και με τα χρόνια μπόρεσε και έχτισε μια περιουσία. Ο γιος του δεν πούλησε το ρολόι, παρότι η οικογένεια είχε καταστραφεί οικονομικά μετά το 1922, κι έτσι μπόρεσε να χτίσει μια καινούρια περιουσία στην Ελλάδα, παρότι πρόσφυγας. Ο γιος αυτού είχε κάποτε κοντέψει να πέσει θύμα ληστείας – αλλά δείχνοντας το ρολόι στους υποψήφιους ληστές, τους εντυπωσίασε τόσο, που σχεδόν τους υπνώτισε, δίνοντας έτσι χρόνο στην αστυνομία να καταφτάσει και να τους συλλάβει.
Δεδομένης αυτής της πίστης στη δύναμη του ρολογιού, ήταν επόμενο, στο νεκροκρέβατό της, η μητέρα του να τον ξορκίσει, με όση δύναμη και συγκρότηση της είχε απομείνει: «Ό,τι κι αν κάνεις, μην πουλήσεις ποτέ το ρολόι του προπάππου σου».
Δεν το πούλησε – στην αρχή. Στην αρχή πορεύτηκε με αυτό σαν φυλαχτό, σαν φάρο καλοτυχίας. Ωστόσο, παρά την εμπιστοσύνη της μητέρας του στις ικανότητες του ρολογιού, τα οικογενειακά του ήρωά μας πήγαιναν χάλια, και εκείνος χρειαζόταν επειγόντως λεφτά, προκειμένου να γυρίσει την πρώτη του μικρού μήκους. Είχε τόση αυτοπεποίθηση, τόση πίστη στο ταλέντο του, που ήταν σίγουρος πως η πρώτη ταινία που θα γύριζε θα του άνοιγε διάπλατα τους δρόμους της επιτυχίας και της αναγνώρισης. Σκέφτηκε να ζητήσει δανεικά από τον πατέρα του, προκειμένου να τη φέρει σε πέρας, ωστόσο, εκείνος αρνήθηκε ξερά και κάπως απότομα. Δεν προόριζε τον γιο του για καλλιτέχνη και έβλεπε με κακό μάτι τα σκηνοθετικά του σχέδια.
Ο φίλος μας, λοιπόν – ας τον αποκαλέσουμε Περικλή, αν και δεν ήταν αυτό το πραγματικό του όνομα –, δεν έβλεπε καμιά άλλη λύση, προκειμένου να χρηματοδοτήσει την ταινία του, από το να πουλήσει το πιο πολύτιμο πράγμα που είχε στην κατοχή του. Ένα ρολόι φτιαγμένο στην Ελβετία το 1878 θα έπιανε καλά λεφτά. Είχε πάρει, λοιπόν, την απόφαση. Απέμενε τώρα να βρει τον αγοραστή. 
Τον βρήκε στο πρόσωπο του Στέργιου, που ήταν κι αυτός σκηνοθέτης και ήταν κι αυτός μεγαλωμένος στα πούπουλα. Ο Στέργιος δεν είχε πρόβλημα να χρηματοδοτήσει τις ταινίες του – ούτε να πείσει κανέναν για το ταλέντο του. Διέθετε και φράγκα και ικανότητες σε αφθονία. Ο Περικλής τον προσέγγισε με μια κάποια νευρικότητα, αλλά ο Στέργιος έδειξε ιδιαίτερα πρόθυμος να αγοράσει το αντικείμενο που του προσφερόταν. Το καινούριο του ρολόι του έδωσε, μάλιστα, την ιδέα για την επόμενη ταινία του, την πρώτη μεγάλου μήκους: την ιστορία ενός ρολογιού φτιαγμένου το 1878, τη χρονιά της μάχης της Φιλιππούπολης, στην Ελβετία και το πώς αυτό αλλάζει χέρια μέσα στα χρόνια.
Ο Περικλής έλαβε τα χρήματα που χρειαζόταν κι έβαλε μπροστά την ταινία μικρού μήκους. Ενώ, όμως, βρισκόταν στη φάση του ρεπεράζ, του τηλεφώνησε ο πατέρας του, ζητώντας του να του φέρει το ρολόι. Όταν ο Περικλής του απάντησε πως το ρολόι είχε πουληθεί, ο πατέρας του εξοργίστηκε τόσο πολύ που αποκλήρωσε μεμιάς τον επίδοξο σκηνοθέτη. Ο Περικλής νόμιζε πως επρόκειτο για μια στιγμιαία κρίση, αλλά τελικά έμαθε από κάποιον τρίτο πως ο πατέρας του τον είχε όντως αποκληρώσει, και επίσημα.
Ο Περικλής στεναχωρήθηκε, βέβαια, και πολύ, μάλιστα, αλλά ήταν τόση η πίστη του στο ταλέντο του, που θεωρούσε πως μπορούσε να τα καταφέρει και χωρίς τις γερές πλάτες του πατέρα του. Όσο για το ρολόι, του πέρασε, βέβαια, από το μυαλό ότι η πώλησή του τού είχε φέρει κιόλας κακοτυχία, αλλά δεν μπήκε στον κόπο να το πιστέψει.
Γύρισε την ταινία του κι αυτή δεν του πρόσφερε τίποτα. Παίχτηκε σε διάφορα φεστιβάλ και ειδικές προβολές, προκαλώντας, όμως, μόνο τον γέλωτα, παρόλο που δεν επρόκειτο για κωμωδία. Έπειτα ξεχάστηκε, όπως ξεχάστηκε και ο δημιουργός της. Ο Περικλής προσπάθησε να γυρίσει κάτι καινούριο, αλλά κανείς δεν τον εμπιστευόταν ούτε καν για να κρατάει την κλακέτα στο γύρισμα της ταινίας κάποιου άλλου.
Εν τω μεταξύ, ο Στέργιος ολοκλήρωσε κι αυτός την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους. Το «Ελβετικό Ρολόι», βασισμένο στην ιστορία του ρολογιού που είχε αποκτήσει από τον παλιό του φίλο, γνώρισε εξαιρετική επιτυχία και αποθεώθηκε εξίσου από κριτικούς και θεατές. Ο Στέργιος ήταν το πρόσωπο της ημέρας. Ο Περικλής δεν μπορούσε παρά να νοιώσει πως ο φίλος του χρωστούσε αυτή την επιτυχία στο παλιό εκείνο ρολόι.
Μόνο να υπήρχε ένας τρόπος να το πάρει πίσω! Προσπάθησε να έρθει ξανά σε επαφή με τον πατέρα του, προκειμένου να καταστρώσουν κάποιο σχέδιο δράσης. Ο πατέρας είπε πως το μόνο που θα έφερνε πίσω το ρολόι θα ήταν τα χρήματα. Έδωσε, λοιπόν, μια λευκή επιταγή στον Περικλή, προκειμένου να τη δώσει στον Στέργιο. Ο κάτοχος του ρολογιού είχε τη δυνατότητα να συμπληρώσει όποιο ποσό εκείνος επιθυμούσε.
-Να πουλήσω το ρολόι; Θα αστειεύεσαι! Συνειδητοποιείς πόση τύχη μου έφερε;
Αυτή ήταν η αντίδραση του Στέργιου στην πρόταση του Περικλή. Δεν δέχτηκε καν να το συζητήσει. Του έδωσε πίσω την επιταγή, χωρίς να μπει στον κόπο να τη συμπληρώσει κι ο Περικλής την επέστρεψε στον πατέρα του.
-Έπρεπε να το περιμένω, έκανε εκείνος. Το ρολόι έχει μια δύναμη… μαγική!
Έπειτα έδιωξε τον Περικλή σαν να ήταν κάποιος άγνωστός του ζητιάνος. Δεν ήθελε πια να έχει καμία σχέση μαζί του. Ο Περικλής έφυγε από το γραφείο του πατέρα του με την ουρά στα σκέλια.
Τώρα, χωρίς τα χρήματα του πατέρα του και χωρίς πια καμιά πίστη στο όποιο ταλέντο του, έπρεπε να χτίσει τη ζωή του από την αρχή. Από πού θα ξεκινούσε;
Βρήκε μια δουλειά σαν σερβιτόρος, παρόλο που ποτέ στη ζωή του δεν είχε πιάσει δίσκο στα χέρια του. Στην αρχή τα πήγαινε χάλια. Με τον καιρό, όμως, συνήθισε. Αυτό που δεν μπορούσε να συνηθίσει με τίποτα ήταν η ιδέα πως τούδε και στο εξής η ζωή του θα οριζόταν από μια ταπεινή, κουραστική δουλειά, χωρίς καμιά αναγνώριση, χωρίς καμιά φήμη, χωρίς καμιά χλιδή. Κι αυτό που τον κατέτρωγε ακόμα παραπάνω ήταν η γνώση πως κάποιος άλλος, ο παλιός του φίλος ο Στέργιος, είχε τώρα στην κατοχή του εκείνο το μαγικό ελβετικό ρολόι και μπορούσε χάρη σε αυτό να κερδίζει όλη την επιτυχία και την αναγνώριση που είχε ονειρευτεί.
Τα χρόνια περάσανε. Ο Περικλής είχε βρει τώρα μια καινούρια δουλειά, εξίσου ταπεινή, εξίσου κουραστική: επεξεργαζόταν δεδομένα σε μια ασφαλιστική εταιρεία. Η μονοτονία της δουλειάς του τον σκότωνε σιγά-σιγά. Υπήρχαν φορές που ήθελε να σηκωθεί από το γραφείο του και να ουρλιάξει «Παρατήστε με ήσυχο πια! Εγώ είμαι γόνος πλούσιας οικογένειας! Εγώ είμαι καλλιτέχνης!» Αλλά, φυσικά, δεν μπορούσε. Χρειαζόταν τα λεφτά προκειμένου να επιβιώσει.
Εν τω μεταξύ, η φήμη του Στέργιου όλο και μεγάλωνε. Μετά το «Ελβετικό ρολόι» ήρθαν πλείστες όσες ταινίες, όλες τους πετυχημένες κι ένδοξες, κι ο ίδιος τραγουδιόταν ως ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης της γενιάς του. Μαζί με την καλλιτεχνική επιτυχία ήρθαν λεφτά, γυναίκες, ταξίδια, φωτογραφίσεις, καλέσματα από πρωθυπουργούς, ενώ για τον Περικλή υπήρχε μόνο η σιωπή του μικρού του διαμερίσματος, διαμερίσματος που με δυσκολία συντηρούσε. Αυτή η διαφορά στις τύχες των δύο αντρών εξόργιζε, φυσικά, τον λιγότερο ευχαριστημένο από τη ζωή του.
Δεν έβλεπε άλλη λύση, προκειμένου να ορθοποδήσει και να απολαύσει κι αυτός λίγη επιτυχία, από το να κλέψει το ρολόι από τον Στέργιο. Είχε μάθει, διαβάζοντας μια συνέντευξή του, πως πλέον ο παλιός του γνώριμος κουβαλούσε παντού μαζί του το ελβετικό ρολόι, φροντίζοντας να το τοποθετεί στην τσέπη του γιλέκου που φορούσε κάτω από τα καλοραμμένα σακάκια του. Φρόντισε επίσης να μάθει τη διεύθυνση της κατοικίας του, κι έβαλε μπροστά το σχέδιό του.  
Ένα βράδυ, μετά από κάποιας προβολή στο πλαίσιο μιας πρόσκαιρης, σύμφωνα με τη γνώμη του Περικλή, ρετροσπεκτίβας του έργου του Στέργιου στο Μέγαρο Μουσικής, ο παλιός κάτοχος του ρολογιού ακολούθησε τον καινούριο ως το σπίτι του – το πολυτελές και ακριβό σπίτι του. Εκεί, κατέβηκε από το μηχανάκι του, που το είχε αγοράσει με χίλιους κόπους, φόρεσε μια μάσκα και, με αποφασιστικότητα που θα ζήλευε ακόμα και ο πατέρας του, ο στυγνός επιχειρηματίας, πλησίασε τον Στέργιο. Έφερε το όπλο, που επίσης είχε αγοράσει μετά κόπων στην πλάτη του επιτυχημένου σκηνοθέτη και του είπε:
-Δώσε μου όλα τα λεφτά σου.
Ο Στέργιος υπάκουσε με μια μαλθακότητα και μια δειλία που ο Περικλής βρήκε αποκρουστική. Δεν του έδωσε, όμως, το τυχερό ρολόι. Ο Περικλής δεν το κατάπιε. Βάλθηκε να του ψάχνει όλες τις τσέπες και, τελικά, σε εκείνη του γιλέκου, βρήκε αυτό που τόσο του είχε λείψει: το παλιό ελβετικό ρολόι του προπάππου του.
Η θέα του παλιού ρολογιού δεν τον γέμισε απλώς με ευτυχία. Τον υπνώτισε. Χωρίς να το καταλάβει, κατέβασε το όπλο του και βάλθηκε να περιεργάζεται το παλιό, χρυσό αξεσουάρ μαγεμένος, σαν να ήταν έτοιμος να του κάνει ερωτική εξομολόγηση. Βλέποντάς τον έτσι αποχαυνωμένο, ο Στέργιος βρήκε την ευκαιρία και του κατάφερε μια γροθιά στο πηγούνι. Ο Περικλής ξαπλώθηκε φαρδύς-πλατύς στο έδαφος. Ο Στέργιος του έριξε μια κλωτσιά για καλό και για κακό και του πήρε το πιστόλι. Σημαδεύοντάς τον, κάλεσε την αστυνομία, που έφτασε μετά από μερικά μόνο λεπτά.
Ο Περικλής καταδικάστηκε για ένοπλη ληστεία. Έχασε τη δουλειά του και κατέληξε στον Κορυδαλλό. Εκεί πέρασε ακριβώς τόσο άσχημα όσο θα περίμενε να περάσει ένας γόνος πλούσιας οικογένειας που είχε διανύσει σχεδόν όλη την ενήλικη ζωή του δουλεύοντας σαν υπάλληλος γραφείου: άσχημα, δηλαδή. Μόνο που, στα μέσα της ποινής του, έφαγε άθελά του μια μαχαιριά που προοριζόταν για κάποιον άλλον. Όχι απλώς γλύτωσε τελικά τον θάνατο αλλά βίωσε, για όλη την υπόλοιπη παραμονή του στη φυλακή, την ευγνωμοσύνη του ανθρώπου για τον οποίον προοριζόταν εκείνη η παραλίγο μοιραία μαχαιριά.
Ο άνθρωπος αυτός, παρά τα άλλα ελαττώματά του, στάθηκε στον Περικλή σαν ένας καινούριος πατέρας και εξέτεινε την προστασία του και πέρα από τα κάγκελα της φυλακής.
-Πήγαινε βρες τον Νίκο, είπε στον Περικλή τη μέρα που ο τελευταίος αποφυλακιζόταν, και ζήτα του ό,τι θες. Ό,τι θες και για όσο θες.  
Ο Περικλής πήγε και βρήκε το Νίκο και του ζήτησε αυτό που ήθελε. Τι ήταν αυτό παρά η ευκαιρία να γυρίσει μια ταινία;
Η ταινία γυρίστηκε και ήταν καλή. Ήταν καλή, γιατί οι εμπειρίες του Περικλή από τότε που είχε αρχίσει να δουλεύει σαν σερβιτόρος ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσες και ανθρώπινες από οτιδήποτε άλλο είχε βιώσει πριν και είχαν μεστώσει το ταλέντο του.

Στην επίσημη πρεμιέρα της ταινίας, που υπήρξε θριαμβευτική, ο Περικλής σκέφτηκε πως τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί αν δεν είχε απαλλαγεί από την καλή τύχη του ελβετικού ρολογιού. Τώρα πια ήταν ελεύθερος και από την μοίρα και από την τύχη.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου