Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Αυτό εδώ δεν είναι ένα λογοτεχνικό ποστ

(Αυτό εδώ δεν είναι ένα λογοτεχνικό ποστ. Σχετίζεται, ωστόσο, με την πνευματική δημιουργία.)

Κατεβαίνοντας τις προάλλες τη Μεσογείων προς το κέντρο, είδα πως κοντά στην οδό Φειδιππίδου είχε ανοίξει ένα καινούριο κατάστημα που έφερε ως ονομασία το επώνυμο του πιο διάσημου ίσως επιστήμονα του εικοστού αιώνα. Η όλη υπόθεση θα ήταν ασήμαντη - καθώς το συγκεκριμένο επώνυμο είναι μάλλον συνηθισμένο (όχι, πάντως, εξαιρετικά ασυνήθιστο) στη γερμανική γλώσσα - αν δίπλα του δεν απεικονιζόταν το χαρακτηριστικότατο πρόσωπο του επιστήμονα αυτού σε μια υποτίθεται κωμική πόζα. 

Θυμήθηκα αμέσως την περίπτωση ενός άλλου μαγαζιού, που λειτουργούσε κάποτε στην Ακαδημίας και το οποίο έφερε το όνομα "Ρέντφορντ", με την εικόνα του πρωταγωνιστή των "Τριών Ημερών του Κόνδορα" δίπλα στην επιγραφή. Θυμήθηκα επίσης τις αμέτρητες κρεπερί, καφετέριες κτλ. που ονομάζονται Αστερίξ και έχουν δίπλα στην επιγραφή το γνωστό σκίτσο του Ουντερζό. Τα παραδείγματα είναι, βασικά, αμέτρητα. 

Αναρωτιέμαι αν όλοι αυτοί οι μαγαζάτορες, που ανοίγουν επιχειρήσεις με επωνυμίες τα ονόματα τρίτων, είτε υπαρκτών προσώπων είτε επινοημένων, καταλαβαίνουν πως για κάτι τέτοιο απαιτείται ειδική άδεια, πως ένα επινοημένο πρόσωπο είναι το προϊόν του πνευματικού μόχθου ενός άλλου ανθρώπου, ενός ανθρώπου που θέλει να διαχειρίζεται το δημιούργημα της φαντασίας του όπως εκείνος θέλει και να το συνδέει μόνο με πράγματα που του αρέσουν και τον αφορούν. Αναρωτιέμαι, επίσης, αν καταλαβαίνουν πως η φυσιογνωμία και το ονοματεπώνυμο ενός υπαρκτού προσώπου ανήκουν μόνο σε εκείνο και πως μόνο εκείνο έχει το δικαίωμα να τα εκμεταλλεύεται (αν το θελήσει) αλλά και να απαγορεύσει την εκμετάλλευσή τους από τρίτους.  

Αυτή η νοοτροπία δείχνει ακριβέστατα όχι μόνο την λογική της προχειρότητας και της αδιαφορίας που διατρέχει αυτήν εδώ τη χώρα, αλλά και την απαξίωση των καλλιτεχνών ως ανθρώπων και ως επαγγελματιών. Είναι σαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι να πιστεύουν πως ο πνευματικός μόχθος δεν είναι τίποτα αξιοσημείωτο, δεν είναι, δηλαδή, πραγματικός μόχθος. Είναι σαν να πιστεύουν πως οι καλλιτέχνες δεν ασχολούνται με κάτι σοβαρό. Είναι σαν να πιστεύουν πως τα πνευματικά δικαιώματα δεν είναι αληθινά δικαιώματα. 

Είχα αποφασίσει να γράψω αυτό το ποστ προχθές. Τελικά, λόγω χρόνου, δεν μπόρεσα. Το γράφω σήμερα, έχοντας, εν τω μεταξύ, ανακαλύψει αυτή την ενδιαφέρουσα περίπτωση λογοτεχνικού "μόχθου". Το ότι ο πρωταγωνιστής της είναι βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος δεν μου προκαλεί καμιά έκπληξη, καθώς το κόμμα αυτό διέπεται σε όλα του (και όχι μόνο σε όσα αφορούν την καλλιτεχνική δημιουργία και τα δικαιώματα των καλλιτεχνών) από τη νοοτροπία που περιγράφω στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο. 

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

Κρίσις, του Αρκάδιου Λευκού

Με το να γράψεις ένα μυθιστόρημα για κάτι τόσο συγκεκριμένο χρονικά όσο μια περίοδος οικονομικής κρίσης, διατρέχεις τον κίνδυνο να χαρακτηριστείς, όπως θα έλεγε ένας αγγλοσάξονας, one trick pony. Είναι, όμως, ένα βιβλίο που μιλά για μια τέτοια περίοδο κάτι που αφορά μόνο τους ανθρώπους που τη ζήσανε; Θα τολμήσω να απαντήσω όχι, εφόσον το αίτημα για κοινωνική ισότητα και για αλληλεγγύη, είναι μεν διαχρονικό, αλλά γίνεται ακόμα πιο έντονο σε ακριβώς τέτοιες περιόδους.
            Ο Σταύρος, ο αφηγητής και πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος «Κρίσις», νοιώθει να ασφυκτιά μέσα σε ένα πλαίσιο οικονομικής ύφεσης (τη δεκαετία του 1930) – βγάζει ψίχουλα, ζει με δανεικά και με βερεσέ από τον μπακάλη, το ένα και μόνο σακάκι του πάει να λιώσει, το ίδιο και τα παπούτσια του. Είναι παντρεμένος με μια γυναίκα που δεν τον θέλει πια, ακριβώς λόγω της φτώχειας του. Κάποτε, στο παρελθόν, υπήρξε ιδεολόγος, ήθελε κι εκείνος «να αλλάξει τον κόσμο», αλλά πλέον βλέπει αυτό το όραμα σαν μια κουτή ψευδαίσθηση. Τώρα, θέλει απλώς να ζήσει σαν άνθρωπος, να χαρεί τα χρόνια που του αναλογούν πάνω σε αυτόν τον πλανήτη, αλλά βλέπει πως, έτσι άδικα που είναι δομημένη η ανθρώπινη κοινωνία, αυτό δεν είναι εφικτό για όλους. Ωστόσο, παράλληλα με τα παράπονα που απευθύνει στον φανταστικό ακροατή/συνομιλητή του, προσπαθεί να σκαρφιστεί διάφορες λύσεις, άλλες ρεαλιστικές, άλλες καθαρά αιθεροβάμονες, προκειμένου να βγει από το τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει.
            Με μια αφηγηματική δεινότητα σπάνια, και με μια γλώσσα που ως επί το πλείστον είναι οικεία στον σύγχρονο αναγνώστη (δεν λαϊκίζει, δηλαδή, όσο άλλα λογοτεχνικά κείμενα της εποχής, σε μια προσπάθεια να πιάσει, υποτίθεται το τότε γλωσσικό ιδίωμα), ο Αρκάδιος Λευκός παρουσιάζει με αποπνικτική ακρίβεια έναν ήρωα και μια εποχή τόσο μακρινή κι όμως τόσο κοντινή σε εμάς, τους ανθρώπους που ζούνε την κρίση των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα. Μερικά αποσπάσματα φαίνονται να είναι γραμμένα χτες, σήμερα, αύριο: «Αν είναι το στόμα σου πικρό, αν είναι το μάτι σου θολό, αν θες να σκεφτείς ήρεμα και δεν θέλει το μυαλό σου, αν θες να πάρεις ανάσα βαθιά και δεν ανοίγουν τα πλεμόνια σου, αν νιώθεις στενό το στήθος σου, βαρύ το κεφάλι σου, το κορμί σου βαρύ, βαριά τη ζωή σου, αν σε κρατά με νύχια γαμψά μια στενοχώρια αβάσταχτη και ώρες-ώρες λυγίζουν τα γόνατά σου και σαλεύει το λογικό σου και νιώθεις πως χάνεσαι και πως τίποτα δεν μπορεί να σε γλυτώσει, ε, τότες υποφέρεις αλήθεια από την… κρίση!»

            Η λύση που βρίσκει τελικά ο Σταύρος προκειμένου να βγει από το τέλμα του, η οριστική του απόφαση να αλλάξει τη ζωή του, έρχεται με έναν κάπως ακραίο τρόπο και θυμίζει λίγο τον ευγενή άγριο του Ρουσώ, ωστόσο είναι όλο το υπόλοιπο κείμενο που έχει αξία, πρώτον γιατί είναι πάντα σημαντικό για τον αναγνώστη να ανακαλύπτει πως και άλλοι ένοιωσαν τα πράγματα που ένοιωσε κι εκείνος, στη δική του ή σε παλιότερες εποχές (αυτός είναι, πολύ απλά, ένας από τους λόγους που διαβάζουμε βιβλία), και δεύτερον, γιατί αυτό το λογοτεχνικό κείμενο, περισσότερο από οποιοδήποτε έχω διαβάσει εγώ προσωπικά, αποκαλύπτει πόσο απάνθρωπα δομημένο είναι το σύστημα στο οποίο ζούμε.