Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Wax Trash, 27/5/2014

Το κόνσεπτ της χτεσινής εκπομπής στον Indiegroundradio ήταν να χωρέσω μέσα σε ένα δίωρο πρόγραμμα πέντε μικρά  αφιερώματα σε ισάριθμους σπουδαίους μουσικούς που είχαν πρόσφατα τα γενέθλιά τους και στους οποίους δεν είχα μπορέσει να αφιερώσω τον δέοντα χρόνο στις προηγούμενες εκπομπές. Έτσι, λοιπό, έπαιξα τα εξής κομμάτια:


Robert Johnson - Stop Breaking Down
Nick Drake - Tomorrow Is A Long Time
Phil Ochs - Changes
Travelling Wilburys - Handle With Care
Bob Dylan - Blind Willie McTell
Billy Bragg & Wilco - California Stars
Patti Smith - Changing Of The Guards
Jobriath - Heartbeat
New York Dolls - Frankenstein
T. Rex - Ride A White Swan
Morrissey - Certain People I Know
Howard Devoto & Luxuria - She's Your Lover Now

David Byrne & Fatboy Slim - Here Lies Love
Richard Thompson & David Byrne - Who Were You Thinking Of / 96 Tears
Gang Of Four - I Found That Essence Rare
The Talking Heads - Road To Nowhere
Brian Eno - King's Lead Hat
Bauhaus - Third Uncle
Roxy Music - Do The Strand
MGMT - Brian Eno
Brian Eno & Karl Hyde - Daddy's Car
Daniel Lanois ft. Bono - Falling At Your feet
The Who - Blue Red And Grey
The Who - Imagine A Man

The Lords Of The New Church - Russian Roulette (αυτό το τελευταίο ήταν άσχετο, το έπαιξα με αφορμή το κλείσιμο - δυστυχώς! - του Closer)

Ευχαριστώ όλους για την παρέα

Τρίτη 20 Μαΐου 2014

Wax Trash, 20/5/2014

Wax Trash, κάθε Τρίτη στις οκτώ στον Indieground. Ευχαριστώ όσους μου κράτησαν παρέα σήμερα. Τα τραγούδια αυτής της εβδομάδας ήταν τα εξής:

Phosphorescent - Song For Zula
Bob Dylan - Most Of The Time
Rodriguez - A Most Disgusting Song
Mink Deville - Mixed Up, Shook Up Girl
Graham Parker and The Rumour - You Can't Be Too Strong
Lou Reed - Senselessly Cruel
Chinawoman - Russian Ballerina
Savages- I Am Here
Graham Coxon - Standing On My Own Again
Edwyn Collins - What Is My Role
Mansun - Wide Open Space
Pulp - Death II
Pete Shelley - Guess I Must Have Been In Love With Myself

Kurt Vile - Wakin' On A Pretty Day
Lambchop - Grumpus
Dexys - Now
George Harrison - You
Bruce Springsteen - Hungry Heart
Robyn Hitchcock and The Venus 3 - Ordinary Millionaire
Francoise Hardy - Fleur De Lune
Scott Walker - The Old Man's Back Again
David Bowie - Strangers When We Meet
Brian Eno and John Cale - Spinning Away
Joan Baez - Diamonds And Rust
Don McLean - Vincent

ΥΓ. 1: Κανονικά, άλλη εκπομπή είχα ετοιμάσει, με αφορμή τα γενέθλια πολλών μεγάλων μουσικών και τραγουδοποιών (Dylan, Eno, Byrne, Townshend, Jonathan Richman, Γκάτσου κ.ά.), την τρέχουσα και την προηγούμενη εβδομάδα, αλλά λόγω της παροιμιώδους αφηρημάδας μου, ξέχασα να φέρω μαζί μου τα τραγούδια στο στούντιο του σταθμού. Έτσι, η σημερινή εκπομπή εξελίχθηκε τελικά ως άνω.
ΥΓ. 2: Στόουνς δεν έπαιξα αυτή την εβδομάδα, αλλά ανακάλυψα απόψε, γυρίζοντας σπίτι, αυτό το εξαιρετικό ποίημα/δοκίμιο που είναι αφιερωμένο στον Μικ Τζάγκερ.  

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Τα κίτρινα μποτάκια

Τα κίτρινα μποτάκια, που επανέρχονταν σιγά-σιγά στη μόδα, ο Θωμάς τα είχε συνδυάσει με τους χειρότερους ανθρώπους που είχε γνωρίσει στη ζωή του – τους παλιούς του συμμαθητές στο γυμνάσιο και το λύκειο, που τον είχαν ρημάξει στα μπουκέτα και τα μπινελίκια, πίσω στη δεκαετία του χίλια εννιακόσια ενενήντα. Δεν περίμενε – το απευχόταν! – να φορούσε τέτοια πατούμενα ο μαθητής του στο πρώτο μάθημα που θα παρέδιδε ο Θωμάς ως καθηγητής ισπανικών. Ήταν η χειρότερη αρχή που θα μπορούσε να φανταστεί.
            Το μάθημα του το είχε κλείσει ο κολλητός του, ο Αντρέας, που έβγαζε καλά λεφτά σαν καθηγητής ξένων γλωσσών κι είχε πια τόσους πολλούς μαθητές που αναγκαζόταν να «δίνει» στους φίλους του όσους δεν προλάβαινε να αναλάβει ο ίδιος. Έτσι είχε βρει τη δουλειά ο Θωμάς, που, στα δύο χρόνια που ήταν άνεργος, δεν είχε λάβει ούτε μία απάντηση στα περίπου τριακόσια συνολικά μέιλ με το βιογραφικό του που είχε στείλει σε εταιρείες, γραφεία, κανάλια, περιοδικά, ταβέρνες, βιβλιοπωλεία. 
            Έφτασε στο σπίτι του μαθητή του – στο Χαλάνδρι – στην ώρα του. Του άνοιξε η μητέρα του παιδιού, μια καλοστεκούμενη γυναίκα γύρω στα πενήντα, που υποδέχτηκε τον Θωμά με απρόσμενη θέρμη. Ενθαρρυμένος από αυτό το καλωσόρισμα, ο Θωμάς κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο όπου τον περίμενε ο Γιάννης, ο μαθητής του. Και τότε ήταν που τα πρόσεξε: τα κίτρινα μποτάκια, κάπως βρώμικα και φοβιστικά, φορεμένα έξω από το υφασμάτινο παντελόνι. Τον περίμεναν κι αυτά, μαζί με τον μαθητή του. Ο Θωμάς δείλιασε στη στιγμή. Σαστισμένος, σταμάτησε να περπατά κι έμεινε για λίγο ακίνητος στον διάδρομο.
            -Πάθατε κάτι; τον ρώτησε η μητέρα του Γιάννη, ενώ ο ίδιος ο Γιάννης τον κοίταζε απορημένος.
            -Όχι, όχι, έκανε ο Θωμάς και ξαναβάλθηκε να περπατά.
            Όταν οι δύο άντρες, ο τριαντάρης και ο λίγο πριν τα είκοσι, μπήκαν στο δωμάτιο, ο Θωμάς ένοιωσε να πνίγεται από την αγωνία. Ήταν ανάγκη να αντικρύσει ξανά μπροστά του ένα τέτοιο θέαμα, σε μια τόσο σημαντική μέρα της ζωής του; Ήταν ανάγκη;!
Κάθισε στην καρέκλα και προσπάθησε να ηρεμήσει. Έβαλε μπρος το μάθημα εξετάζοντας τις γνώσεις του Γιάννη στην ξένη γλώσσα. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, όμως. Ό,τι κι αν του έλεγε ο μαθητής του, έμπαινε από το ένα αυτί και έβγαινε από το άλλο. Κάποια στιγμή, ο Θωμάς γύρισε και κοίταξε τον νεαρό και είδε πως δεν διέφερε και τόσο πολύ από τους παλιούς του συμμαθητές: ήταν κι αυτός χοντροκομμένος, άξεστος, τραχύς. Πουλούσε αντριλίκι γιατί μόνο αυτό είχε να πουλήσει.
Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν, λίγο αργότερα, ο Γιάννης σήκωσε το χέρι του και ο Θωμάς πίστεψε πως ετοιμαζόταν να τον χτυπήσει, όπως ακριβώς έκαναν και οι παλιοί του συμμαθητές. Ακόμα κι όταν είδε τελικά πως ο νεαρός είχε σηκώσει το χέρι του απλά και μόνο για να στρώσει τα μαλλιά του, ο Θωμάς δεν μπόρεσε να χαλαρώσει. Σηκώθηκε όρθιος. Ο Γιάννης παραξενεύτηκε. Ο Θωμάς ξανακάθισε κάτω.
Αλλά δεν μπορούσε να συνεχίσει το μάθημα. Ξανασηκώθηκε όρθιος κι έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο, από το διαμέρισμα, από την πολυκατοικία, ξεχύθηκε ξανά στο χάος από το οποίο είχε έλθει. Τίποτα στη ζωή του δεν μέτραγε, τίποτα στη ζωή του δεν είχε αξία πραγματική και για αυτό έφταιγαν όσα του είχαν κάνει τότε, παλιά, οι άνθρωποι με τα κίτρινα μποτάκια.
Πώς θα το εξηγούσε στον Αντρέα; Κάπως – θα έβρισκε τη λύση. Αυτό ήταν το λιγότερο. Το βασικό πρόβλημα ήταν να μην αντικρύσει ξανά ζευγάρι κίτρινα μποτάκια, μέχρι να φτάσει σπίτι του και να μπορέσει να ηρεμήσει.
Στον σταθμό του μετρό, ο κόσμος δεν ήταν πολύς. Επικρατούσε μια κάποια ραθυμία, μια κάποια νωθρότητα. Κανείς δεν μιλούσε. Άλλοι κοιτούσαν τα κινητά τους, άλλοι διάβαζαν εφημερίδες, άλλοι κάρφωναν αρειμανίως με το βλέμμα τους το αντικείμενο του πρόσκαιρου ερωτικού τους ενδιαφέροντος. Ο Θωμάς βρήκε όλη αυτή τη σιωπή παρηγορητική. Η απουσία ήχων, πέραν της μουσικής από τα μεγάφωνα, του πρόσφερε κάτι σαν λύση στο πρόβλημά του. Το κομμάτι που ακουγόταν – το πρώτο μέρος του κουιντέτου για κλαρινέτο του Μότσαρτ – το αναγνώριζε πάντα ως κάτι το καθησυχαστικό, ως μια ηχητική πανάκεια. Ναι, τώρα μπορούσε πια να ηρεμήσει. Πήγε και κάθισε σε μια από τις άδειες θέσεις, στην αρχή της αποβάθρας με κατεύθυνση προς Αγία Μαρίνα.
Μετά από λίγο, ήρθε και κάθισε δίπλα του μια κοπέλα γύρω στα είκοσι πέντε, μικροκαμωμένη και συμπαθέστατη. Ο Θωμάς δεν την αντιλήφθηκε παρά μόνο αφότου εκείνη είχε πια βολευτεί δίπλα του. Την άκουσε να μουρμουρίζει τη μελωδία, κι αυτό του φάνηκε από μόνο του όμορφο και γαληνευτικό. Γύρισε αυθόρμητα προς το μέρος της και της χαμογέλασε.
-Συγγνώμη, του είπε αυτή, επίσης αυθόρμητα. Είναι που μου αρέσει αυτό το κομμάτι.
-Κάνε δουλειά σου, της απάντησε εκείνος, βρίσκοντας, μέσα σε όλο αυτό το άγχος, τον τρόπο να το παίξει άνετος.
Της άρεσε η ατάκα του. Τον περιεργάστηκε για λίγο χαμογελώντας. Ο Θωμάς, έχοντας ξεχάσει πια το σοκ των κίτρινων μποτακίων, κοίταζε κι αυτός την κοπέλα. Βρήκε το θάρρος να συνεχίσει την κουβέντα μαζί της.
-Ο Μότσαρτ είναι θεός, της είπε.
-Ποιος; Μότσαρτ είναι αυτό που ακούμε;
-Ναι.
-Ε, τότε, ναι, είναι θεός. Είσαι μουσικός;
-Όχι, απλά το ξέρω.
Του χαμογέλασε. Άκουσαν κι οι δύο το τρένο να έρχεται. Ήταν προφανές σε αμφότερους πως θα επέβαιναν μαζί και θα συνέχιζαν την κουβέντα τους στο βαγόνι. Ο Θωμάς άφησε την κοπέλα να σηκωθεί πρώτη – και τότε ήταν που τα είδε: τα κίτρινα μποτάκια στα πόδια της. Ήταν δυνατόν; Ήταν δυνατόν η τύχη να έχει παίξει τέτοιο παιχνίδι σε βάρος του;
Το τρένο σταμάτησε μπροστά τους κι η κοπέλα επιβιβάστηκε. Γύρισε προς τα πίσω κι έψαξε με το βλέμμα της τον Θωμά. Τον είδε να στέκεται ακόμα στην αποβάθρα. Του έριξε μια απορημένη ματιά. Εκείνος έδειξε μπερδεμένος. Η κοπέλα δεν κατάλαβε. Τον κοίταξε σαν να του έλεγε «δεν θα έρθεις;» Εκείνος δεν έκανε τίποτα. Τελικά, η πόρτα έκλεισε και το τρένο έφυγε. Ο Θωμάς απόμεινε μόνος του στην αποβάθρα, να αναρωτιέται πώς ήταν δυνατόν μία κοπέλα τόσο συμπαθητική να φοράει στα πόδια της αυτό το σύμβολο κακίας κι απανθρωπιάς.
Περίμενε το επόμενο τρένο. Όταν αυτό έφτασε, ο Θωμάς επιβιβάστηκε, παίρνοντας πια τον δρόμο για το σπίτι του. Η μέρα τον είχε κουράσει, κι ήταν ακόμα δέκα και μισή το πρωί. Έφτασε στον σταθμό προορισμού του. Ανέβηκε τις σκάλες και πήρε τον δρόμο για το σπίτι του. Είχε επιστρέψει στην παλιά του γειτονιά όταν είχε χάσει τη δουλειά του. Δεν του άρεσε το μέρος, το είχε συνδυάσει με εμπειρίες εφιαλτικές. Οι δρόμοι ήταν ωραίοι, αλλά φορτισμένοι με άσχημες αναμνήσεις.
Είχε στρίψει πια στον δρόμο που οδηγούσε στο πατρικό του σπίτι όταν αντίκρυσε την παράξενη εκείνη μάζωξη. Τρία ή τέσσερα παιδιά γύρω στα δεκαπέντε είχαν συγκεντρωθεί γύρω από έναν συνομήλικό τους, αποκαλώντας τον τα πιο χυδαία ονόματα, απειλώντας τον και σφαλιαρίζοντάς τον. Ο Θωμάς θυμήθηκε τη δική του ζωή στο σχολείο και ένοιωσε το αίμα να του ανεβαίνει στο κεφάλι.
Λίγο το φιάσκο με το μάθημα, λίγο η απογοήτευση που η γνωριμία με την κοπέλα δεν είχε προχωρήσει, ΠΟΛΥ το γεγονός πως η ζωή του μέχρι τώρα είχε πάει κατά διαόλου, ο Θωμάς ένοιωσε να εξαγριώνεται από αυτό το θέαμα. Έσπευσε προς το μέρος των εφήβων και τους γκάριξε.
-Τι κάνετε εδώ, ρε ζώα;
Υπήρχε κάτι τόσο τρομακτικό στη φωνή του και την έκφρασή του που οι τέσσερις νταήδες τα χρειάστηκαν.
-Εξαφανιστείτε! τους φώναξε ο Θωμάς, αλλά αυτό δεν ήταν αναγκαίο. Είχαν αρχίσει κιόλας να τα μαζεύουν και να τρέχουν μακριά από το θύμα τους.
Ο Θωμάς ηρέμησε κάπως και γύρισε προς το παιδί που είχε υποστεί το νταηλίκι. Ήταν θυμωμένος και μαζί του.
-Κι εσύ, ρε βλαμμένο, πόσο ακόμα θα τους αφήσεις να σου διαλύουν τη ζωή;
Το παιδί δεν είπε τίποτα. Χαμήλωσε απλώς ακόμα περισσότερο το βλέμμα του. Ο Θωμάς κατάλαβε πως δεν έφταιγε εκείνο και του το είπε.
-Δεν φταις εσύ. Δεν φταις εσύ. Μόνο μη χαλάσεις τη ζωή σου.
Το παιδί έδειξε να καταλαβαίνει. Του έριξε ένα βλέμμα που ήταν ταυτόχρονα μπερδεμένο και ελπιδοφόρο και έπειτα άρχισε να απομακρύνεται. Ο Θωμάς τον παρακολούθησε για λίγο ακόμα, νοιώθοντας, στην ουσία πως παρακολουθούσε τον εαυτό του στα δεκαπέντε.
Και τότε ήταν που τα είδε: τα κίτρινα μποτάκια. Τα κίτρινα μποτάκια! Τα ίδια παπούτσια που φορούσαν κάποτε οι θύτες του εκφοβισμού σε βάρος του Θωμά, τα φορούσε τώρα το θύμα ενός άλλου εκφοβισμού. Αυτό, τώρα, πώς να το εξηγήσει; Πώς να εξηγήσει την ίδια του τη ζωή; 

Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Two Kurts @Indieground, 14/5/2104

Χτες βρέθηκα εκτάκτως στο πάντα φιλόξενο στούντιο του indieground και έπαιξα τα εξής:

Rodriguez - Sugar Man (RIP Malik Bendjelloul)
Led Zeppelin - That's The Way
John Cale - Dying On The Vine (Fragments Of A Rainy Season version)
David Bowie - Aladdin Sane
Bob Dylan - Ballad Of A Thin Man
The Beatles - Hey Bulldog
The Velvet Underground - I'm Beginning To See The Light
Elephant Stone - L.A. Woman
Camera - People Are Strange
Public Service Broadcasting - Spitfire
Ought - The Weather Song
The Feelies - Loveless Love

Neu! - Hallogallo
Can - Vitamin C
Woods - With Light and With Love
Ten Years After - 50000 Miles Beneath My Brain
The Rolling Stones - Sympathy For The Devil

Two Kurts




Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Τίτλοι για διηγήματα που δεν θα γραφτούν ποτέ #8

Το οδυνηρό μέλλον
Στροφή στην καταστροφή
Ο άνθρωπος που κοιμόταν με μανία
Τα σπουργίτια αποδημούν το καλοκαίρι
Οι νεκροί δεν κουράζονται ποτέ
Ο διστακτικός άγιος
Ο εγωιστής άγιος
Ο σολίστας που δεν μπορούσε να μείνει μόνος του
Ο μονόπλευρος γάμος
Όρκος αιώνιας πίστης (σε μιαν άθεο)
Η νέα σκουριά
Αγαπημένη αποτυχία
Τα λίγα πράγματα που ξέρω για μένα

Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Κάτω από το δέρμα, του Τζόναθαν Γκλέιζερ

Σε αντίθεση προς το προηγούμενο ποστ, υπάρχουν και σενάρια που γράφονται ακριβώς για να αναδείξουν τη βιρτουοζιτέ του σκηνοθέτη που θα τα αναλάβει. Μια τέτοια περίπτωση είναι το «Κάτω από το Δέρμα» του Τζόναθαν Γκλέιζερ. Εν προκειμένω, η ιστορία περνά σε δεύτερη μοίρα, μπροστά στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο σκηνοθέτης. Τα πρώτα δέκα λεπτά της ταινίας είναι υποβλητικά, με ένα στυλ που, πολύ απλά, δεν έχει ξαναγίνει στο σινεμά, ο δε τρόπος που παρακολουθεί, από την ασφάλεια του αυτοκινήτου της, η Σκάρλετ Γιόχανσον τους περαστικούς άντρες, προτού να αναλάβει δράση, είναι βαθιά τρομακτικός. Το ηχητικό κομμάτι της ταινίας, και ειδικά η (μη) μουσική του, είναι από μόνο του ικανό να σου προκαλέσει ρίγη ανατριχίλας. Οι σκηνές όπου η πρωταγωνίστρια «καταβροχθίζει» τα θύματά της είναι εξαίσια ψυχεδελικές, με έναν ανοίκειο τρόπο, όμως, χωρίς, δηλαδή, να είναι πολύχρωμες ή υπερβολικές ή γκρούβι (εν ολίγοις, μην περιμένετε τίποτα σπλάτερ), και επίσης δεν θυμίζουν τίποτα που να έχει προηγηθεί στο σινεμά.
            Υπάρχουν, όμως, και τα μειονεκτήματα, και είναι πολλά. Καταρχήν, η ταινία κάνει πολλές κοιλιές. Όχι μία, πολλές. Δεύτερον, δεν δίνεται κανένα ουσιαστικό premise στην αρχή και καμία καθαρή εξήγηση στο τέλος για το ποια είναι η πρωταγωνίστρια, πώς βρέθηκε στη Σκωτία, και το ποιος είναι ο τελικός της σκοπός. Το ότι η πρωταγωνίστρια είναι εξωγήινη το έχουμε υπόψιν μας από το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε το σενάριο (όσοι από τους θεατές το έχουν διαβάσει), από τα δελτία τύπου και από τις κριτικές που διαβάσαμε προτού να δούμε την ταινία – στο ίδιο το φιλμ δεν φαίνεται πουθενά αυτό. Εν τέλει είναι μία ταινία που η απόλαυσή της πηγάζει από καθαρά κινηματογραφικούς/οπτικούς/εικαστικούς λόγους. Αν αυτό σου αρκεί, είναι ένα αρκετά καλό φιλμ, αλλά ακόμα κι έτσι, με αδυναμίες. Αν, όμως, πέρα από το οπτικό κομμάτι, γυρεύεις και άλλου είδους συγκινήσεις, που έχουν να κάνουν με το πώς χειρίζονται ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος διάφορα φιλοσοφικά/κοινωνικά ζητήματα (που μάλλον απασχολούν κι εσένα τον ίδιο), τότε καλύτερα να δεις κάτι άλλο.  

Wax Trash - 6/5/2014

Wax Trash, κάθε Τρίτη στις οκτώ, στον indieground radio - ευχαριστώ όλους για την παρέα

Bob Dylan - Most Of The Time
Bruce Springsteen - Brilliant Disguise
Lou Reed - Senselessly Cruel
David Bowie - Panic In Detroit
Julian Cope - World Shut Your Mouth
Magazine - Rhythm Of Cruelty
Brian Eno - Needle In The Camel's Eye
Bauhaus - Third Uncle
King Crimson - 21st Century Schizoid Man
Can - Pinch
Neneh Cherry - Blank Project

Vampire Weekend - Exit Music (For A Film)
Radiohead - Nobody Does It Better
Martin Rossiter - I Must Be Jesus
Mansun - Wide Open Space
Last Shadow Puppets - Standing Next To Me
Del Shannon - Runaway
Dion - Runaround Sue
Ben E. King - Stand By Me
John Lennon - Woman
Paul McCartney - Summertime
Allen Ginsberg - Vomit Express
Sun Kil Moon - Ben's My Friend
Dan Stuart - Gonna Change
Damon & Naomi - The Mirror Phase

Ο Εχθρός μου

(Με αφορμή την πρόσφατη βράβευση του Μανώλη Μαυροματάκη στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Νάσβιλ)

Πάνω από είκοσι χρόνια πριν, όταν έμενε ακόμα στην Αθήνα, ο αδερφός μου (ένας από τους εξυπνότερους που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου) μου είχε δώσει μια πολύ ωραία και καίρια εξήγηση του γιατί τα θεατρικά έργα φέρουν πάντα την υπογραφή των ανθρώπων που τα έγραψαν, ενώ οι κινηματογραφικές ταινίες εκείνη των σκηνοθετών τους. Την εξήγηση αυτή καθεαυτή δεν τη θυμάμαι, θυμάμαι, ωστόσο, την πικρία που είχα νοιώσει στο άκουσμά της, καθότι – επίδοξος σεναριογράφος από τότε – είχα αισθανθεί πως με αυτόν τον κανόνα, οι άνθρωποι που εκπονούν κινηματογραφικά σενάρια βρίσκονται μονίμως στην απ’ έξω.
Κι όμως, υπάρχουν σενάρια τόσο καλογραμμένα, τόσο καίρια, που ο σκηνοθέτης δεν χρειάζεται να προσπαθήσει ιδιαίτερα προκειμένου να εκμαιεύσει από αυτά μια σπουδαία ταινία– σενάρια που δίνουν, κατά το ποδοσφαιρικό κλισέ, «έτοιμο γκολ» στον άνθρωπο που θα βρεθεί πίσω από την κάμερα. Το σενάριο του «Εχθρού Μου» είναι μια τέτοια περίπτωση.
Η ιστορία της ταινίας είναι βασανιστικά απλή: Ένα βράδυ, διαρρήκτες εισβάλλουν στο σπίτι ενός φιλήσυχου, μάλλον αριστερού γεωπόνου και, εκτός από το να κλέψουν χρήματα και υπάρχοντα, ασελγούν στην κόρη του. Εκείνος τρομοκρατείται. Ενώ αρχικά ακολουθεί τη νομική οδό, στη συνέχεια, χάρη στη βοήθεια ενός σαλεμένου γείτονα, καθαιρεμένου στρατιωτικού (τον υποδύεται χαρισματικά, χωρίς φιοριτούρες, αλλά προσδίδοντας αποτελεσματικά στον ρόλο πολύ σημαντικές, διακριτικές λεπτομέρειες ο Γιώργος Γάλλος), εντοπίζει έναν από τους δράστες και στη συνέχεια βιώνει το δίλημμα του αν πρέπει να τον καταγγείλει στην αστυνομία ή να αναλάβει δράση μόνος του.
Είναι, όπως προείπα, μια πολύ απλή, πολύ πιθανή ιστορία. Δεν έχει, όμως, την κατάληξη που θα περίμενε κανείς. Το σενάριο του Γιάννη Τσίρου είναι αριστοτεχνικά απρόβλεπτο. Δεν σου δίνει μασημένη τροφή, δεν σου δίνει μια εύκολη απάντηση. Είναι κρίμα που την ταινία αυτή δεν θα τη δουν ακριβώς οι άνθρωποι που θα έπρεπε να τη δουν πρώτοι από όλους, όλοι αυτοί οι φιλο-φασίστες που πετάνε χαμερπείς, απάνθρωπες ατάκες του στυλ «Να πάρεις μια καραμπίνα και να αρχίσεις να πυροβολείς όποιον δεν μιλάει ελληνικά» στα καφενεία και στα λεωφορεία και στα ταξί ή όλοι αυτοί που νομίζουν πως τα εγκλήματα στην Ελλάδα τα διαπράττουν αποκλειστικά ξένοι (σπόιλερ). Το σενάριο του Τσίρου είναι από τα πιο σημαντικά που έχουν γραφτεί, τουλάχιστον σε αυτήν εδώ τη χώρα, σχετικά με τον ρατσισμό και την αυτοδικία και θα μπορούσε να ανοίξει πολλά μυαλά.
Η ιστορία, βέβαια, ευτυχεί στο να έχει ως πρωταγωνιστή της, ως «φορέα» της, έναν ηθοποιό του βεληνεκούς του Μανώλη Μαυροματάκη, που από ήσυχο ανθρωπάκι μετατρέπεται σε κτήνος που δεν βλέπει μπροστά του. Ως σύνδεσμος ανάμεσα στους δύο, τον δαιμόνιο σεναριογράφο και τον επιβλητικό ηθοποιό, στέκει ένας σκηνοθέτης λιτός, που ξέρει, όμως, πολύ καλά τη δουλειά του, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος.  

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ, του Μπαζ Λούρμαν (λίγο καθυστερημένα, αλλά ποτέ δεν είναι αργά)

Δεν ξέρω τι δάφνες οξυδέρκειας, καλλιέργειας ή πρωτοτυπίας νομίζουν πως διεκδικούν οι Έλληνες γραφιάδες που σπεύδουν να κάνουν λόγο για το «αμερικάνικο όνειρο», κάθε φορά που καλούνται να γράψουν για τον (τρισμέγιστο) Σκοτ Φιτζέραλντ. Πρώτον, ο παλιομοδίτικος αυτός όρος έχει εν πολλοίς εκλείψει τόσο από τον αμερικανικό δημόσιο λόγο όσο και από τα αμερικανικά γράμματα και την αμερικανική τραγουδοποιία (επομένως, γιατί θα έπρεπε να εμφανίζεται τόσο συχνά στα αντίστοιχα δικά μας;) και, δεύτερον, η ταύτιση του εν λόγω συγγραφέα (ή οποιουδήποτε λογοτέχνη αυτού του βεληνεκούς) με τη χώρα καταγωγής του και μόνο, τον αδικεί, καθώς δεν αφήνει να φανεί η οικουμενικότητα του έργου του. Ο Φιτζέραλντ κατέγραψε/περιέγραψε μια εποχή πλούτου, υπερβολής, φαιδρότητας, υπερφίαλης χλιδής, κραιπάλης, σαχλαμάρας πολύ παρόμοια με διάφορες άλλες που είχαν προηγηθεί στην ανθρώπινη ιστορία και μυθολογία. Ο Φιτζέραλντ δεν γράφει για την εποχή του, προκειμένου να εκθειάσει τους πρωταγωνιστές της και να την προτείνει σαν ένα ιδεώδες, αλλά μάλλον για να καταδείξει τον χιμαιρικό χαρακτήρα της. Κι άλλωστε, οι πραγματικοί πρωταγωνιστές των βιβλίων του είναι οι άνθρωποι που προσπαθούν να παρεισφρήσουν στην οικονομική ελίτ, άνθρωποι που κινούνται στο μεταίχμιο μεταξύ μεγαλοαστικής και μεσοαστικής τάξης και που οι πλούσιοι τους πετάνε σαν σκουπίδια, αφού πρώτα τους ξεζουμίσουν συναισθηματικά και νοητικά (ίσως ακόμα και οικονομικά). Τέτοιοι άνθρωποι είναι ο Ντικ Ντάιβερ, ο Έϊμορι Μπλέιν, ο Τζέι Γκάτσμπυ – όλοι τους άλτερ έγκο του Σκοτ Φιτζέραλντ.
       Απ’ όλα αυτά, ο Μπαζ Λούρμαν κράτησε μόνο την κραιπάλη και την υπερβολή, τους ξέφρενους ρυθμούς των πάρτι της εποχής της τζαζ. Βλέποντας και αυτήν και τις προηγούμενες ταινίες του καταλαβαίνεις πως ο μόνος λόγος που τον ενδιέφερε να μετατρέψει σε ταινία την ιστορία του Μεγάλου (ή Σπουδαίου – πάντως όχι Υπέροχου, όπως τον ήθελε μια μετάφραση του βιβλίου στα ελληνικά, πριν από κάποια χρόνια) Γκάτσμπυ ήταν για να μπορέσει να γυρίσει τις σκηνές των πάρτι που ρίχνει ο κεντρικός χαρακτήρας στην έπαυλή του, σκηνές που θα χρειαστούν αμέτρητα καλοσχεδιασμένα (και ακριβά) σκηνικά και κοστούμια και χιλιάδες αξεσουάρ και επαύλεις και αυτοκίνητα-αντίκες και μακιγιάζ και εκκεντρικές μουσικές επιλογές. Η ίδια ιστορία δεν τον ενδιαφέρει στο ελάχιστο. Οι σκηνές στην ταινία που δεν αφηγούνται κάποιο πάρτυ κυλάνε υπερβολικά βιαστικά, σαν να είναι το γέμισμα για τις σκηνές όπου ο σκηνοθέτης θα επιδείξει αυτό που θεωρεί βιρτουοζιτέ του. Υπάρχουν κάποιες σκηνές στον Μεγάλο Γκάτσμπυ του Λούρμαν που είναι τόσο κακογυρισμένες, παρά την τεχνική τους αρτιότητα, που αναρωτιέσαι αν ο σκηνοθέτης ήταν καν παρών. Η αρχική σεκάνς, με την υποτίθεται κουρασμένη και ταλαίπωρη (αλλά στην πραγματικότητα άτεχνη και άχαρη) αφήγηση του Τόμπι Μαγκουάιερ (δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι θα μπορούσε να παίξει τόσο χάλια) και τα ειδικά εφέ (που έχουν – αν είναι δυνατόν! – εξέχοντα ρόλο καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας) είναι εντελώς άχρηστη και ασήμαντη (το δε εύρημα να τοποθετήσει τον Νικ Κάραγουεϊ στο ψυχιατρείο είναι εντελώς άτοπο). Οι ηθοποιοί παίζουν άλλοι άνευρα και άλλοι καρικατουρίστικα – η Κάρι Μάλιγκαν – από τα μεγαλύτερα ταλέντα της γενιάς της – δείχνει εκτός τόπου και χρόνου, η Άϊλα Φίσερ επίσης. Η δε διεύθυνση φωτογραφίας έχει τέτοια αφυσικότητα, που δεν θα με εξέπληττε αν οι σκηνές στο σπίτι του Κάραγουεϊ, για παράδειγμα, ήταν γυρισμένες σε στούντιο.
Ο σκηνοθέτης δεν σεβάστηκε ούτε την λεπτότητα ούτε τη λιτότητα της γραφής και των αισθημάτων του Φιτζέραλντ. Προφανώς, τον ενδιέφερε μόνο η λάμψη, κι αυτήν γύρεψε να αναδείξει. Αλλά δεν πέτυχε τον στόχο του ούτε καν ως προς αυτό.