Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΜΙΚΡΟΤΗΤΕΣ #1

#1: ένα πείραμα

Την περίμενε χρόνια αυτή τη στιγμή: τη στιγμή που η Ελίζα, η παλιά του κοπέλα, θα αναγνώριζε το ταλέντο του και την επιμονή του να πετύχει.
            Στο τηλέφωνο, εκείνο το βράδυ, μετά από δέκα σχεδόν χρόνια απουσίας από τη ζωή του, η φωνή της του ακούστηκε τόσο γνώριμη κι όμως τόσο αλλαγμένη, ποτισμένη με περισσότερη τρυφερότητα και κατανόηση.
            -Η Ελίζα είμαι.
            -Η Ελίζα;
            -Η Ελίζα Λόη. Remember?
            -Α, ναι, ναι. Έλα, ρε, τι κάνεις;
            -Μια χαρά. Εσύ;
            -Καλά.
            -Απλώς καλά; Είμαι σίγουρη πως πετάς από την ευτυχία σου. Το βιβλίο σου πουλά σαν τρελό.
            -Ε… εντάξει…
            -Τι «εντάξει»; Το διάβασα κι εγώ. Είναι εξαιρετικό.
            -Υπερβολές.
            -Σε είχα αδικήσει πολύ…
            -Μην αγχώνεσαι.
            -Αγχώνομαι, αγχώνομαι.
            Μετά από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής, την ξανάκουσε να του μιλά:
-Ξέρεις, έχω αρχίσει να γράφω κι εγώ τελευταία.
            -Αλήθεια;
            -Ναι. Σκεφτόμουν μήπως ήθελες να διαβάσεις κάτι δικό μου. Έτσι, για να μου πεις τη γνώμη σου.
            -Ναι, όποτε θες.

Συναντήθηκαν και του έδωσε το γραπτό της – ένα σύντομο μυθιστόρημα. Εκείνος το πήρε σπίτι και στρώθηκε κατευθείαν στο διάβασμα.
            Για τις επόμενες ώρες δεν έκανε τίποτα άλλο. Μόνο διάβασε, διάβασε, διάβασε. Κι όταν τελείωσε, διάβασε ξανά το κείμενο της Ελίζας, προκειμένου να βεβαιωθεί.
            Δεν του άρεσε καθόλου. Αλλά σκέφτηκε πως… αν της έλεγε την αλήθεια, εκείνη ίσως δεν του ξαναμίλαγε ποτέ. Ενώ αν της έλεγε πως ήταν ωραίο, ίσως την έριχνε ξανά στο κρεβάτι του.
            Δεν ήξερε τι να κάνει, κι η Ελίζα γινόταν πιεστική. Του ζητούσε ξανά και ξανά να συναντηθούν. Εκείνος δεν μπορούσε παρά να ενδώσει τελικά.
            Όταν ξανασυναντήθηκαν, τον ρώτησε, με ένα πλατύτατο χαμόγελο ανυπομονησίας στα χείλη:
            -Λοιπόν;
            -Λοιπόν, τι;
            -Πώς σου φάνηκε; Το κείμενο…
            -Δεν…
            -Δεν, τι… ;
            Ο ευπώλητος βρήκε το θάρρος και το ξεστόμισε:
            -Δεν μου άρεσε.
            Η Ελίζα γέλασε με την ψυχή της.
            -Ούτε κι εμένα μου άρεσε, του είπε. Είναι πολύ πρωτόλειο.
            -Ε, τότε;
            -Στο έδωσα για να δω αν είσαι όντως τόσο αντικειμενικός όσο ισχυρίζεσαι στις συνεντεύξεις σου, τόσο υπέρμαχος της σπουδαίας τέχνης, ή αν παραμένεις λιγούρης για έρωτα.
            -Και τώρα; Τι κατάλαβες;
            -Κατάλαβα πολλά. Και τώρα θέλω να σου δώσω ένα κείμενο που πραγματικά πιστεύω πως αξίζει πολλά.


Του το έδωσε. Εκείνος το διάβασε και ξετρελάθηκε. Τη βοήθησε να βρει εκδότη. Το βιβλίο πήγε πολύ καλά. Η Ελίζα ένοιωθε μεν ευγνώμων, αλλά ποτέ δεν θέλησε να ξαναγίνει ζευγάρι με τον άλλον. Όσο κι αν τον πονούσε αυτό, ο παλιός της εραστής ήταν από την άλλη ευχαριστημένος από τη γνώση πως δεν είχε βάλει τα πιο ταπεινά του ένστικτα πάνω από την τέχνη του. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου