Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015

ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΜΙΚΡΟΤΗΤΕΣ # 3

# 3 Η ηδονή της δολιοφθοράς

(Σημείωση: το παρακάτω κείμενο, όπως και άλλα δικά μου, αδημοσίευτα προς το παρόν, εκτυλίσσεται στη φανταστική ευρωπαϊκή χώρα Εολάνδη, που τοποθετείται νοερά κάπου στην κεντρική ή ανατολική Ευρώπη και φέρει φυσικά όλα τα θετικά στοιχεία αλλά, κυρίως, όλες τις παθογένειες μιας χώρας της Γηραιάς Ηπείρου.)

-Μα, υπουργέ μου… εξοχότατε, ήθελα να πω, θα επιτρέψετε να λάβει μια τόσο υψηλή τιμή ένας τόσο θρασύς άνθρωπος;!
      Ο υπουργός πολιτισμού Κάβεν Πόρετ έγειρε πίσω στην ακριβή, δερμάτινη πολυθρόνα του και ξεφύσηξε – από οργή για το γλοιώδη τρόπο του συνομιλητή του ή για τα νέα που αυτός έφερνε, ήταν δύσκολο να πει κανείς. Έπειτα, έφερε τα χέρια του στο ύψος της πλακουτσωτής μύτης του και κοίταξε τον κομιστή των νέων, το συγγραφέα Έλσον Πέλκοτ, κατευθείαν στα μάτια, με το ίδιο βλοσυρό βλέμμα που επεφύλασσε σε όλους τους ανθρώπους που θεωρούσε κατωτέρους του ή, απλά, αδιάφορους.
     Το θράσος και η έλλειψη σεβασμού ήταν τα τελευταία πράγματα που ενδιέφεραν τον Πέλκοτ – ο υπουργός το ψυλλιαζόταν αυτό -, αλλά η πιθανότητα να βραβευτεί με το Νόμπελ ένας άνθρωπος ανοιχτά αριστερός, και, μάλιστα, ευθαρσώς επικριτικός απέναντι στα πεπραγμένα του κόμματος και της κυβέρνησης, όπως ο Λίπετ Κέμερι, εξόργιζε αυτό το σκοταδόψυχο μέλος της εολανδικής κυβέρνησης μέχρι εκεί που δεν έπαιρνε. Παρόλο που βαριόταν τις χαμερπείς συκοφαντίες του Πέλκοτ, τελικά αποφάσισε να συμπορευτεί μαζί του.
   Τους επόμενους μήνες, η κυβέρνηση της Εολάνδης, οι ανά τον κόσμο πρεσβείες της, οι περισσότεροι διάσημοι Εολανδοί και -κυρίως- τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που ήλεγχε το καθεστώς εξαπέλυσαν έναν τέτοιο πόλεμο ενάντια στον Λίπετ Κέμερι, που η σουηδική ακαδημία αποφάσισε να μην ξανασχοληθεί ποτέ με την περίπτωσή του, όχι μόνο εκείνη τη χρονιά, αλλά και γενικά. Ο Κέμερι, για κάποιους ο πιο σπουδαίος συγγραφέας που είχε βγάλει ποτέ η Εολάνδη, έχασε την ευκαιρία να λάβει την ύψιστη συγγραφική τιμή – αλλά συνέχισε να απολαμβάνει τη φήμη και την εκτίμηση όλης της υφηλίου και τα λεφτά που τις συνόδευαν.
  Ο Πέλκοτ δεν κατάφερε ποτέ τίποτα τέτοιο. Απλά συνέχισε να έχει κάποιους σταθερούς αναγνώστες εντός των εολανδικών συνόρων κι αυτό ήταν όλο. Με τον Κέμερι είχαν υπάρξει κολλητοί φίλοι ως νέοι, αλλά ο μεν Κέμερι είχε κερδίσει την καθολική καταξίωση, ο δε Πέλκοτ είχε απλώς γίνει συμπαθής σε μια μικρή μερίδα του κοινού και των κριτικών. Φυσικά, η σύγκριση με τον αλλοτινό του φίλο γέμιζε τον Πέλκοτ με πικρία, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ ούτε να αποτρέψει ούτε να ανατρέψει την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί. 
     Όσο τα χρόνια περνούσαν, τόσο εκείνος ξεθώριαζε. Στο τέλος απέμεινε μόνος του. Τον φρόντιζαν δύο δίδυμοι θαυμαστές του, ένας νεαρός άντρας και μια νεαρή γυναίκα, που τον έβλεπαν σαν τον μεγαλύτερο γραφιά που πέρασε ποτέ από τη χώρα τους. Στο νεκροκρέβατό του τον ρώτησαν, γεμάτοι ενδιαφέρον και αγάπη, ποιο θεωρούσε πως ήταν το μεγαλύτερο λογοτεχνικό του επίτευγμα.
      -Το Νόμπελ, μουρμούρισε εκείνος.
      Ο νεαρός, που ήταν καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού, κοίταξε την αδερφή του απορημένος. Εκείνη, που στεκόταν λίγο πιο πίσω, έφερε το χέρι της στο στόμα της για να συγκρατήσει τους λυγμούς της, νομίζοντας πως τώρα στα τελευταία του ο εγκέφαλος του Πέλκοτ είχε εκφυλιστεί εντελώς. Ο νεαρός ξαναγύρισε προς τον ετοιμοθάνατο συγγραφέα.
       -Μα, δάσκαλε, δεν κερδίσατε ποτέ το Νόμπελ.
       -Όχι, αλλά απέτρεψα κάποιον άλλον από το να το κερδίσει. Του πήρα τη μπουκιά από το στόμα, του καθάρματος.
    Τα δίδυμα δεν ήξεραν τι να απαντήσουν ούτε και γνώριζαν σε ποιον αναφερόταν ο γέρος. Μάντεψαν πως επρόκειτο για το Λίπετ Κέμερι, για τον οποίον ο γέρος έχυνε πολύ συχνά τη χολή του. 
      Μετά από λίγα λεπτά ξεψύχησε, με το όνομα της από καιρό πεθαμένης μητέρας του στα χείλη του. Τα δίδυμα του έκλεισαν τα μάτια και φρόντισαν τα της κηδείας του. Στην τελετή ταφής παρευρέθηκαν ελάχιστοι, αλλά η νεαρή κοπέλα που είχε φροντίσει τον εκλιπόντα μαζί με τον αδερφό της, αναγνώρισε ανάμεσα στους πενθούντες τον σπουδαίο Λίπετ Κέμερι, ταλαιπωρημένο από το πέρασμα των χρόνων, αλλά παράλληλα ειλικρινά λυπημένο για την απώλεια του αλλοτινού του φίλου. Τον έδειξε διακριτικά στον αδερφό της και οι δυο τους συνειδητοποίησαν πως ο σπουδαίος συγγραφέας είχε συγχωρήσει τον αποδημήσαντα φίλο τους. 
      Η κηδεία ήταν σύντομη και λιτή. Μετά το πέρας της, ο Κέμερι μπήκε στη λιμουζίνα του και χάθηκε στο σούρουπο, χωρίς να πει κουβέντα σε κανέναν. Τα δίδυμα πήραν το δρόμο της επιστροφής με τα πόδια. Λίγο πριν φτάσουν στην πύλη του κοιμητηρίου, η κοπέλα τόλμησε να ξεστομίσει αυτό που και εκείνη και ο αδερφός της σκέφτονταν όλες αυτές τις μέρες και ειδικά από τη στιγμή που εντόπισαν τον Λίπετ Κέμερι ανάμεσα στους παρευρισκομένους στην κηδεία: είχαν αδικήσει κατάφωρα τους εαυτούς τους με το να προσφέρουν τόσο χρόνο και τόση φροντίδα στον Έλσον Πέλκοτ, έναν άνθρωπο που μέτραγε την αξία και την επιτυχία του με βάση όχι τα δικά του κατορθώματα, αλλά το κατά πόσο είχε αποτρέψει τα κατορθώματα κάποιου άλλου. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου