Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΜΙΚΡΟΤΗΤΕΣ # 6

(Οι συγγραφικές μικρότητες επιστρέφουν στο μπλογκ, μετά από απουσία εβδομάδων, λόγω τεχνικού προβλήματος)

#6 - Ο μπουφετζής

Ήταν τύχη ή ατυχία το να δουλεύει στο καφέ όπου σύχναζε ο πιο σπουδαίος συγγραφέας των τελευταίων τριάντα χρόνων; Ο Μιχάλης επέλεξε να το βλέπει σαν ευλογία – παρόλο που πολλές φορές η παρουσία του Βύρωνα Κασιμάτη στο χώρο τού αποσπούσε την προσοχή. Είχε σκεφτεί πολλές φορές να του μιλήσει – να του μιλήσει για κάτι παραπάνω από το μακιάτο ή τον καιρό, να του πει πως και ο ίδιος έγραφε και πάσχιζε να πείσει κάποιον εκδοτικό να βγάλει το πρώτο του βιβλίο -, αλλά κάθε φορά δίσταζε.
Ώσπου μια μέρα του άνοιξε κουβέντα επί του θέματος της λογοτεχνίας ο ίδιος ο Κασιμάτης. Πηγαίνοντας στο ταμείο για να πληρώσει, ο Β.Κ. πρόσεξε πως ο νεαρός σερβιτόρος – ο σπουδαίος συγγραφέας δεν θυμόταν το όνομά του – διάβαζε με πλείστη όση προσοχή έναν τόμο με ποιήματα του Γκρέγκορι Κόρσο. Πιάσανε κουβέντα για τον μεγάλο αμερικανό, για την τόσο ενδιαφέρουσα ζωή του, και μετά η συζήτηση επεκτάθηκε στους υπόλοιπους του εσώτερου κύκλου των μπιτ και μετά στο ίδιο το θέμα της γραφής.
-Ξέρετε, κι εγώ, την ψάχνω… θέλω να πω, προσπαθώ να βγάλω το πρώτο μου βιβλίο.
Ξαφνικά, η έκφραση του Βύρωνα Κασιμάτη έδειξε να αλλάζει.
-Όλοι συγγραφείς γίναμε, μουρμούρισε.
Ο Μιχάλης δεν ήταν σίγουρος πως είχε όντως ακούσει αυτό το τόσο κακεντρεχές σχόλιο από το στόμα του συγγραφέα που θαύμαζε περισσότερο από κάθε άλλον.
-Πώς είπατε;
-Η συγγραφή δεν είναι για όλους, αγορίνα μου, έκανε ο Κασιμάτης κι αποχώρησε με μια δήθεν αρχοντική κίνηση – αρνούμενος, δηλαδή, να πάρει τα ρέστα του.
Ο Μιχάλης απόμεινε μόνος, σοκαρισμένος. Γιατί; Γιατί τέτοια μοχθηρία; Δεν πρόλαβε να το αναλύσει περισσότερο, καθώς εκείνη τη στιγμή μπήκε στο μαγαζί ένα νεαρό ζευγάρι, κι ο Μιχάλης έσπευσε να τους εξυπηρετήσει, αλλά το επεισόδιο του τριβέλιζε το μυαλό για όλη την υπόλοιπη ημέρα, πρώτα στο καφέ και μετά στο σπίτι του, στα Εξάρχεια. Γιατί αυτή η απαξίωση;
Πρώτα το εξήγησε σαν μια εκδήλωση κακότητας και κομπλεξισμού. Έπειτα, όμως, ο Μιχάλης άρχισε να σκέφτεται πως ίσως ο μεγάλος δάσκαλος να είχε δει κάτι σε εκείνον, κάτι που να φώναζε πως δεν διέθετε κανένα πραγματικό ταλέντο. Θυμήθηκε το επεισόδιο με τον Ναμπόκοφ και το φοιτητή που τον είχε επισκεφτεί, γυρεύοντας συμβουλές για μια καριέρα στη συγγραφή. Ο σπουδαίος Ρώσος του είχε ζητήσει να ονομάσει το δέντρο που βρισκόταν έξω από το παράθυρό του, κι όταν ο φοιτητής είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά, ο Ναμπόκοφ του απάντησε ξερά: «Δεν θα γίνεις ποτέ συγγραφέας». Ίσως ο Κασιμάτης να είχε δει κάτι ανάλογο στον Μιχάλη και, μάλιστα, χωρίς καν να μπει στον κόπο να τον υποβάλει σε μια τέτοια, φαινομενικά απλή δοκιμασία.
Αυτό ήταν, λοιπόν; Θα έπρεπε να εγκαταλείψει κάθε όνειρο συγγραφικής δόξας, ακόμα και κάθε όνειρο να δει ένα κείμενό του εκδομένο;
Το επόμενο πρωί ξύπνησε και πήγε πάλι στη δουλειά. Ο Κασιμάτης ήρθε, κάθισε στην αγαπημένη του θέση κι ο Μιχάλης τον σέρβιρε. Πέρασαν μήνες έτσι, με τον Κασιμάτη να αγνοεί επιδεικτικά το Μιχάλη και το Μιχάλη απλά να μην μπορεί να κάνει αλλιώς. Έπειτα, ο Μιχάλης έχασε τη δουλειά του στο καφέ, ξαναπήγε στο πατρικό του, έπειτα ξαναβρήκε μια άλλη δουλειά, σε ένα μεγάλο φωτοτυπικό κέντρο, κι έπειτα σε ένα σουβλατζίδικο, ντελιβεράς. Πέρασαν χρόνια και χρόνια έτσι, με το Μιχάλη να προσπαθεί έστω να επιβιώσει, αφού δεν μπορούσε να κάνει αυτό που πραγματικά αγαπούσε.
Μετά το σουβλατζίδικο, ήρθε η δουλειά σε ένα μπαρ. Ο Μιχάλης ξεκίνησε σαν σερβιτόρος, αλλά κατέληξε πίσω από την μπάρα, να φτιάχνει ωραία, απλά, αφτιασίδωτα ποτά. Και μια μέρα, το κατώφλι του μπαρ πέρασε εκείνος – ο Βύρωνας Κασιμάτης. Ήταν μόνος του και έδειχνε κάπως μελαγχολικός. Κατά τα άλλα, είχε μείνει ίδιος, καλοντυμένος και ευθυτενής, παρά τα εξήντα του χρόνια.
Δεν αναγνώρισε τον μπάρμαν – έτσι κι αλλιώς, ο Μιχάλης είχε πια χάσει τα μαλλιά του και είχε αφήσει μούσι, μπας κι έτσι αναπληρώσει την απώλεια. Ο Κασιμάτης πήρε το ποτό και βάλθηκε να το πίνει, χωρίς να δίνει σημασία σε κανέναν. Μα την προσοχή του τράβηξε ένα σπιράλ σημειωματάριο που κάποιος είχε ξεχάσει στη μπάρα, ακριβώς δίπλα στο σημείο όπου καθόταν ο εξηντάρης συγγραφέας. Τον τραβούσε πάντα ο γραπτός λόγος, ειδικά σε τυπωμένα βιβλία και σε σημειωματάρια. Μα αυτό που διάβασε εκεί δεν είχε απλά ενδιαφέρον. Ήταν ένα μικρό αριστούργημα, ένα σύντομο διήγημα που περιέκλειε στις διακόσιες παρά κάτι λέξεις του όλη την ομορφιά και την πικρία του κόσμου. Ο Κασιμάτης σκέφτηκε να το τσεπώσει, αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή είδε το χέρι του μπάρμαν να απλώνεται και να παίρνει από τη μπάρα το σημειωματάριο.
-Κάποιος το ξέχασε, είπε σε ένοχο ύφος ο Κασιμάτης. Ή μήπως είναι δικό σου;
Του Μιχάλη του ξέφυγε η αλήθεια.
-Ναι, είναι δικό μου.
Έπειτα πρόσθεσε, χωρίς λόγο:
-Συγγνώμη.
-Τι συγγνώμη; έκανε ο άλλος. Αυτό το κειμενάκι είναι… είναι ένα κομψοτέχνημα.
-Αλήθεια;! αντέδρασε ο Μιχάλης. Είχα καιρό να γράψω. Κάποιος μεγάλος συγγραφέας μου είχε πει κάποτε πως δεν αξίζω μία. Αλλά τώρα το ξανασκέφτηκα…
-Μα όχι, όχι. Μην ακούς τον κάθε βλάκα. Αξίζεις. Αξίζεις πολλά. Έχεις κι άλλα σαν αυτό εδώ;
Ο Μιχάλης πήγε να απαντήσει κάτι, αλλά τον φώναξε ένας άλλος πελάτης. Έφυγε προς τα εκεί, αφήνοντας το ερώτημα του Κασιμάτη αναπάντητο.
Πέρασαν ώρες, με το Μιχάλη να πηγαίνει προς τον παλιό του γνώριμο μόνο για να του ξαναγεμίσει το ποτήρι. Όταν ο μεγάλος συγγραφέας σηκώθηκε να φύγει, φρόντισε πρώτα να πιάσει ξανά κουβέντα στον μπάρμαν:
-Αν όντως έχεις κι άλλα σαν αυτό, θα ήθελα να τα δω.
Ο Μιχάλης δεν πείστηκε με την πρώτη, αλλά ο Κασιμάτης επέμεινε – έτσι κι αλλιώς, του άρεσε το μπαρ και τα ποτά. Έτσι ο Μιχάλης έδωσε κάμποσα ακόμα κείμενά του στο μεγάλο συγγραφέα κι αυτός τα ρούφηξε όλα σε μια μέρα.
Επέστρεψε το επόμενο βράδυ, ενθουσιασμένος.
-Θα τα πάω στον εκδότη μου, τον Γιώργο Πρώσο.
-Δεν είναι ανάγκη…
-Είναι, είναι. Εκτός κι αν…
Τελικά τα πήγε. Ο Πρώσος συμφώνησε να τα βγάλει σε ένα βιβλίο. Το βιβλίο πήγε καλά. Μετά από λίγο καιρό, ο Μιχάλης δεν χρειαζόταν πια να δουλεύει στο μπαρ. Το τελευταίο βράδυ του εκεί, πήγε και τον είδε ο Κασιμάτης.
-Θα ήθελα να ήξερα τι θα έλεγε αν σε έβλεπε τώρα εκείνος ο σιχαμένος που σου είπε πως δεν κάνεις για συγγραφέας.
Ο Μιχάλης σιώπησε για λίγο. Έδειχνε να μην ξέρει τι να απαντήσει.
-Ναι, είπε τελικά. Κι εγώ αυτό αναρωτιόμουν.

            Ο Κασιμάτης δεν πήρε χαμπάρι. Κι ο Μιχάλης δεν είχε χρόνο για κάτι παραπάνω· μια παρέα πέντε ατόμων είχε μόλις μπει στο μπαρ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου