Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

Για τον Αστακό, του Γιώργου Λάνθιμου

Το ότι ο Αστακός θα ήταν μια από τις πιο καλογυρισμένες ταινίες των τελευταίων ετών ήταν μάλλον αναμενόμενο - φέρει άλλωστε την υπογραφή ενός από τους πιο ταλαντούχους σκηνοθέτες διεθνώς, αυτή τη στιγμή. Σκηνές όπως αυτή του πρώτου κυνηγιού (και ειδικά το εναρκτήριο πλάνο της εξόρμησης στο δάσος) θα (έπρεπε να) διδάσκονται σε λίγα χρόνια σε σχολές σκηνοθεσίας. Πέραν αυτού, η χρήση της μουσικής, πρωτότυπης και άλλης, είναι υποδειγματική όσο δεν πάει. Το χιούμορ είναι δαιμόνιο - σε αντίθεση με προηγούμενες ταινίες του διδύμου Λάνθιμου-Φιλίππου, αλλά και του υπόλοιπου ρεύματος που ονομάστηκε Greek Weird Wave, όπου τις περισσότερες φορές είναι μάλλον αποτυχημένο, κατά τη γνώμη μου -, με σκηνές όπως η διασκευή του Something's Gotten Hold of My Heart ή η επίδειξη του τι παθαίνει ένας άντρας όταν τρώει μόνος ή αυτή με την Παπούλια στο τζακούζι να προκαλούν, κατά το κοινώς λεγόμενο, "άφθονο γέλιο". Οι ερμηνείες της Rachel Weisz και της Léa Seydoux ξεχωρίζουν χάρη στη λιτότητα και την εσωτερικότητά τους (σε αντίθεση, π.χ. με την Αγγελική Παπούλια, που, παρά το πολύ έντονο, πολύ αποτελεσματικό βλέμμα της, συνεχίζει να παίζει "λανθιμικά" και, ακόμα χειρότερα, με μια πολύ κακή προφορά, ξεστομίζοντας τις λέξεις βιαστικά και σχεδόν ακατάληπτα). Μετά το πρώτο εικοσάλεπτο - παραβλέποντας αυτή τη σεναριακή μανιέρα με τις μικρομεγαλίστικες ατάκες των πρωταγωνιστών τύπου "Έχεις χορέψει ποτέ;", και τη συνεχή και εκνευριστικά ακριβή παράθεση άχρηστων πληροφοριών εν είδει ψιλοκουβέντας - η ιστορία απογειώνεται και γίνεται όλο και πιο πολυεπίπεδη, ενδιαφέρουσα, συγκινητική, ενίοτε συναρπαστική, με στοιχεία χιούμορ, σασπένς και τρυφερότητας μεταξύ των πρωταγωνιστών.
Και τώρα, το μεγάλο αλλά: έχοντας αφιερώσει τόσο κόπο για να αφηγηθούν - με αξιοζήλευτη τεχνική, ειδικά στο σκηνοθετικό κομμάτι - μια ιστορία πολυεπίπεδη όσον αφορά τις δράσεις, έξυπνη, που να ρέει όχι απλώς ευχάριστα αλλά σχεδόν συναρπαστικά, οι Λάνθιμος-Φιλίππου έχουν ξεχάσει - παραλείψει - να εμπλουτίσουν την ταινία τους με αυτό ακριβώς για το οποίο διαφημίζεται από τη στιγμή που πρωτοπαίχτηκε στις Κάννες: το στοχασμό πάνω στη φύση του έρωτα. Τα ερωτήματα που λέγεται πως θέτει ο Αστακός δεν τίθενται ποτέ. Όλο αυτό το περιτύλιγμα με το δυστοπικό περιβάλλον, το ξενοδοχείο και το δάσος, παρότι ευρηματικότατο και πάρα πολύ ωραία δοσμένο, δεν λειτουργεί σαν τίποτα άλλο παρά σαν μια αφετηρία για την αφήγηση μιας ερωτικής ιστορίας, πρωτότυπης μεν, αλλά εν τέλει απλούστατης. Για μια ακόμα φορά, η μορφή υπερισχύει του περιεχομένου. Όσο για το πολυδιαφημισμένο ανοιχτό φινάλε, είναι τόσο ανούσιο όσο και το δίλημμα που τίθεται ακριβώς πριν από αυτό - η ιστορία θα μπορούσε να έχει τελειώσει λίγα λεπτά νωρίτερα (αν και καταλαβαίνω πως έτσι θα έχανε κάμποσο από το σασπένς της).

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΜΙΚΡΟΤΗΤΕΣ #10

«Ξέροντας πως η σωρεία απορρίψεων από εκδοτικούς με είχε πάρει από κάτω, μια φίλη με συμβούλευσε να παρακολουθήσω σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Που ήξερα, ίσως έκανα κάτι λάθος, ίσως δεν μου έλειπε το ταλέντο αλλά η τεχνική και η μεθοδολογία και αν παρακολουθούσα ένα τέτοιο σεμινάριο, να αποκτούσα αυτό το «κλικ» παραπάνω που θα έκανε τους εκδοτικούς να με λατρέψουν.
         Το σκέφτηκα για κάμποσο καιρό και λίγο καιρό μετά, όταν πια είχα λάβει μια ακόμα απόρριψη από εκδοτικό, άρχισα να ψάχνω ποιο σεμινάριο μου ταίριαζε περισσότερο.
        Δεν χρειάστηκε να το αναλύσω πολύ: θα παρακολουθούσα το σεμινάριο του Ιάσονα Σαρρή, στο εντευκτήριο των εκδόσεων Πρώσου.
       Τα σεμινάρια ξεκίνησαν κι εγώ έγινα γρήγορα ο αγαπημένος μαθητής του κυρίου Σαρρή – αν και ο δρόμος προς την αποφοίτηση δεν ήταν πάντα στρωμένος με ροδοπέταλα. Όταν τα μαθήματα έφτασαν στο πέρας τους, ο μεγάλος δάσκαλος με πήρε απόμερα και μου είπε πως θα μιλούσε για μένα στον ίδιο τον Γιώργο Πρώσο.
         Λίγες μέρες μετά, συναντήθηκα με τον ίδιο τον μεγαλοεκδότη, που με είχε απορρίψει πάνω από δέκα φορές στο παρελθόν. Με ρώτησε αν είχα κάτι έτοιμο να του δώσω. Του είπα ναι. Ήταν ένα μυθιστόρημα που πίστευα πολύ.
        Του το έδωσα. Το διάβασε. Του άρεσε πολύ. Δέχτηκε να το εκδώσει. Είναι το μυθιστόρημα που παρουσιάζουμε απόψε και που ελπίζω να αρέσει και σ’ εσάς.
     Μισό λεπτό, μη βιάζεστε. Πριν μιλήσω για το ίδιο το βιβλίο, θα ήθελα να ρωτήσω τον κύριο Πρώσο: αυτό το βιβλίο που παρουσιάζουμε απόψε, σας το είχα δώσει και παλιότερα. Εσείς, όμως, το είχατε απορρίψει. Ένα χρόνο μετά, σας το ξανάδωσα κι εσείς το εκδώσατε μετά χαράς. Τι άλλαξε; Τι μεσολάβησε; Μήπως δεν είχατε μπει στον κόπο να το διαβάσετε την πρώτη φορά;»


Κάπως έτσι, η παρουσίαση του μυθιστορήματος «Ένα παλτό που τρέχει μόνο του» έφτασε πολύ γρήγορα και πολύ άδοξα στο τέλος της. Ο Παύλος Κοκκινάκης δεν ξανάβγαλε ποτέ άλλο βιβλίο, στον εκδοτικό του Γιώργου Πρώσου ή οπουδήποτε αλλού. Πολλοί του σιναφιού τον κατηγόρησαν για μικρότητα, για μικροπρέπεια, για αχαριστία. Αλλά ταυτόχρονα με αυτή την εξαπόλυση κατηγοριών ξεκίνησε μια κουβέντα για το πώς φερόταν ο μεγαλοεκδότης στους νέους συγγραφείς. 

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΜΙΚΡΟΤΗΤΕΣ #9

#9 Ο Χαμένος κάνει τη μετάφραση

Στο δείπνο που ακολούθησε την ομιλία του διάσημου αμερικανού συγγραφέα Άλβιν Μπούκερ σε μεγάλο (από όλες τις απόψεις) θέατρο των Αθηνών, παραβρέθηκαν ο Έλληνας εκδότης του, ο Γιώργος Πρώσος, ο γιος αυτού, Σωκράτης, καθώς και ο μεταφραστής των βιβλίων του τιμωμένου προσώπου, ο Πέτρος Καστανάς και η γυναίκα του, Μυρτώ. Οι πέντε τους συνέφαγαν στην ταράτσα γνωστού ξενοδοχείου, αλλά μακριά από τα περίεργα βλέμματα, ο αμερικανός μαιτρ μονοπώλησε το ενδιαφέρον των αντρών συνδαιτυμόνων του, αλλά το δικό του ενδιαφέρον ήταν επικεντρωμένο αποκλειστικά στη μόνη θηλυκή παρουσία – τη Μυρτώ Καστανά. Μετά το πέρας του χορταστικού, είναι η αλήθεια, δείπνου, ο αμερικανός ζήτησε από το μεταφραστή και τη γυναίκα του να τον πάνε σε κάποιο μπαρ. Τον πήγανε στο 20/20, που φάνηκε ενδιαφέρον στον αμερικανό μαέστρο της αφήγησης. Παρήγγειλαν τα ποτά τους και πιάσανε την ψιλοκουβέντα, για τα μπαρ, για την κρίση, για τη μουσική. Κάποια στιγμή που ο Καστανάς πήγε εκεί όπου ακόμα κι ο βασιλιάς πάει μόνος του, ο Μπούκερ βρήκε την ευκαιρία να κάνει την κίνησή του. Της έπλεξε το εγκώμιο κι αυτή έδειχνε να συγκινείται – να αναστατώνεται. Μα αμέσως μετά ο άντρας της βγήκε από το μπάνιο και η συζήτηση μεταξύ των τριών επέστρεψε στην πρότερη ροή της.
            Περάσανε δύο ώρες εκεί κι έπειτα το ζεύγος πήγε τον Αμερικανό στο ξενοδοχείο όπου εκείνος διέμενε. Τους αποχαιρέτησε κοιτάζοντας μόνον εκείνη.
            Το επόμενο πρωί, ο Αμερικανός ζήτησε το τηλέφωνο της οικίας του Πέτρου Καστανά, προκειμένου –δήθεν- να του κάνει μια διευκρίνιση σχετικά με μια λέξη στο τρίτο, υπό μετάφραση βιβλίο του. Το σήκωσε η Μυρτώ. Στην αρχή της είπε ψέματα πως έψαχνε τον άντρα της – εκείνη του απάντησε πως ο Πέτρος είχε πεταχτεί στο κέντρο για κάτι δουλειές – και μετά άρχισε να της ζητά επιτακτικά να έρθει να τον βρει στο ξενοδοχείο του.
            Η Μυρτώ δέχτηκε – δεν ήταν και λίγο να αποζητά την παρέα σου ένας από τους πιο διάσημους συγγραφείς στον κόσμο. Πήγε και τον βρήκε.
Έκαναν έρωτα. Μετά, ξαπλώσανε ανάσκελα στο διπλό κρεβάτι. Μέσα στη χαρά που ένοιωθε, της είπε πως του είχε μόλις έρθει η ιδέα για ένα νέο βιβλίο – χάρη σε εκείνη.
Η εξομολόγηση αυτή την ευχαρίστησε. Μα, μετά από λίγο χτύπησε η πόρτα του δωματίου. Ο Άλβιν άνοιξε και αντίκρυσε τον Πέτρο, που είχε έρθει για εκείνη ακριβώς τη διευκρίνιση που οι δύο άντρες είχαν συζητήσει το αμέσως προηγούμενο βράδυ. Ο αμερικανός δεν τον άφησε να περάσει κι ο μεταφραστής αμέσως κατάλαβε πως κάτι κακό συνέβαινε. Έσπρωξε την πόρτα και μπούκαρε στο δωμάτιο. Την βρήκε μισοξαπλωμένη στο διπλό κρεβάτι της σουίτας, να ξεφυλλίζει το σημειωματάριο του αμερικανού μαιτρ, φορώντας ένα άσπρο μπουρνούζι.
Ο Πέτρος γύρισε και κοίταξε βλοσυρά τον αμερικανό συγγραφέα.
-Τι σημαίνει αυτό; τον ρώτησε.
-Τίποτα. Απλά προετοιμάζω το επόμενο βιβλίο μου.
-Τι;
-Για φαντάσου. Μέχρι τώρα απλώς μετέφραζες τα βιβλία μου. Τώρα συμβάλλεις στη δημιουργία τους. Θα έπρεπε να είσαι ευχαριστημένος.
Και του έριξε ένα ελαφρύ, δήθεν φιλικό χαστουκάκι στο αριστερό μάγουλο.
Ο Καστανάς σηκώθηκε κι έφυγε. Μετά από λίγο καιρό, πήρε διαζύγιο από τη Μυρτώ. Μετέφρασε και το τρίτο βιβλίο του Μπούκερ – αφού είχε δεσμευτεί επ’ αυτού – αλλά αρνήθηκε να μεταφράσει το τέταρτο, όταν, μετά από σχεδόν ένα χρόνο, του το πρότεινε ο εκδότης Γιώργος Πρώσος.

Μα έπειτα κατάλαβε πως είχε να πληρώσει και τη διατροφή της Μυρτώς. Κι έτσι, παρότι ο χαμένος της υπόθεσης, έκανε τελικά τη μετάφραση και του τέταρτου βιβλίου του Άλβιν Μπούκερ. 

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΜΙΚΡΟΤΗΤΕΣ #8

#8 - Η βράβευση


Νόμιζε πως όλοι τον μισούσαν επειδή ήταν τόσο ταλαντούχος. Όχι· τον μισούσαν επειδή στο πρόσωπό του συνδυάζονταν σε πρωτόγνωρο βαθμό η αταλαντοσύνη με την κενοδοξία και την κακότητα. Όσα είχε καταφέρει στη ζωή του ο Δ.Ν., τα είχε καταφέρει πατώντας επί πτωμάτων, συκοφαντώντας τους άλλους συγγραφείς σε εκδότες και ταυτόχρονα γλείφοντας μέχρι εκεί που δεν πάει τους εκδότες αυτούς, ώστε να του δίνουν να κάνει μεταφράσεις – μεταφράσεις που αποδεικνύονταν τελικά παντελώς αποτυχημένες - και να διαφημίζουν τα δικά του βιβλία – και όχι των άλλων - στις εφημερίδες και τα σάιτ.
     Μα τελικά δεν κατάφερνε τίποτα. Δεν είχε κερδίσει ποτέ την ειλικρινή εκτίμηση κανενός. Απλώς, κάποιοι του ανταπέδιδαν πότε-πότε το γλείψιμο. Πουλούσε μόνο χάρη στην υπερβολική διαφήμιση και χάρη σε όσους αφελείς είχαν χάψει το μύθο του – το μύθο του Έλληνα Μπάροουζ.
   Τα καταλάβαινε όλα αυτά κατά βάθος, μα δεν ήθελε να τα παραδεχτεί, έχοντας πειστεί περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο πως ήταν κάτι σπουδαίο – ενώ δεν ήταν τίποτα τέτοιο. Μα έτσι κι αλλιώς, ήταν σίγουρος πως όλα θα άλλαζαν με το καινούριο του πόνημα – τις «Σημειώσεις ενός μπεκρή». Ήταν βέβαιος, πέραν πάσης αμφιβολίας, πως με αυτό το μυθιστόρημα θα κέρδιζε την καθολική, μόνιμη, αδιάσειστη αναγνώριση – πως θα γινόταν μόνιμος κάτοικος στο Πάνθεον των Μυθιστοριογράφων.
      Με το που βγήκε το βιβλίο, άρχισε να μιλά για αυτό σαν να ήταν κάτι που είχε γράψει όχι ο ίδιος αλλά κάποια μεγαλοφυΐα τύπου Φλωμπέρ. Οι λίγοι που τον έπαιρναν στα σοβαρά πείθονταν – οι υπόλοιποι γελούσαν με τα χάλια του.
    Σε κάποιο λογοτεχνικό σαλόνι, μια παρέα ανθρώπων που είχαν πληγεί από αυτόν – άλλο αν τελικά είχαν κατακτήσει κορυφές που εκείνος δεν θα έβλεπε καν ποτέ στη ζωή του - και που γύρευαν μια κάποια εκδίκηση για τη συνεχή από μέρος του υπομόνευση, σκέφτηκαν να του σκαρώσουν μια φάρσα, μια μάλλον μοχθηρή φάρσα.
       Τις επόμενες μέρες στην Αθήνα άρχισε να κυκλοφορεί η φήμη πως ο Δ.Ν. θα ελάμβανε βραβείο από το Ίδρυμα Ανδρεοπούλου, για το σύνολο του έργου του – το πιο σημαντικό λογοτεχνικό βραβείο στη χώρα. Η φήμη έφτασε στα αυτιά του και τον ικανοποίησε βαθιά – ποιον λόγο είχε να την αμφισβητήσει; Άρχισε απλώς να μετρά τις μέρες μέχρι την τελετή και παράλληλα να ενισχύει τη φήμη και να ρίχνει συνεχώς σπόντες σε δημόσιες τοποθετήσεις του για τη δικαίωση που είχε πλέον φτάσει.
        Το απόγευμα της βράβευσης, έβαλε το καλύτερο κοστούμι του και κατευθύνθηκε από το σπίτι του στη Νεάπολη ως το κτήριο της Ακαδημίας, στην Πανεπιστημίου. Οι εχθροί του είχαν προχωρήσει το αστείο τόσο πολύ, ώστε να του σταλεί πρόσκληση από το ίδρυμα για την εν λόγω τελετή – άλλωστε, οι νικητές των συγκεκριμένων βραβείων δεν ελάμβαναν καμία προειδοποίηση για τον επικείμενο θρίαμβό τους.
         Η τελετή πέρασε ευχάριστα για τον Δ.Ν. – αφού ήταν σίγουρος πως στο τέλος της βραδιάς, ο παρουσιαστής θα φώναζε το όνομά του κι εκείνος θα ανέβαινε με νωχελικό βήμα για να λάβει το βραβείο για το οποίο ετοιμαζόταν όλη του τη ζωή. Παρακολουθούσε τους νικητές στις υπόλοιπες κατηγορίες να παραλαμβάνουν τα βραβεία τους και χαμογελούσε συγκαταβατικά, αφού οι δικές τους δάφνες δεν ήταν τίποτα μπροστά στην τιμή που αποδιδόταν σε λίγο στον ίδιο.
     Και τελικά, η στιγμή έφτασε: ο παρουσιαστής ανακοίνωσε πως θα ακολουθούσε το σπουδαιότερο όλων των βραβείων: το Τιμητικό Βραβείο Ιφιγένειας Ανδρεοπούλου για το Σύνολο του Έργου του πήγαινε στον… Ιάσονα Σαρρή.
      Μια κραυγή ακούστηκε πάνω από τις επευφημίες και τα χειροκροτήματα. Ο Δ.Ν. είχε σηκωθεί όρθιος και έβριζε τους πάντες: τον παρουσιαστή, το Ίδρυμα, τον ογδοντάχρονο νικητή που πάσχιζε να ανέβει στη σκηνή του Μεγάρου, τους ανθρώπους της ασφάλειας που προσπαθούσαν να τον συγκρατήσουν.
      Τον πετάξανε έξω, στο πεζοδρόμιο της Λεωφόρου Κηφισίας. Οι περαστικοί τον κοιτούσαν παραξενεμένοι, ενώ εκείνος τους ξεκαθάριζε, χωρίς να του το έχουν ζητήσει, πως ήταν ο μεγαλύτερος συγγραφέας της γενιάς του, ο πιο σπουδαίος όλων, ο Έλληνας Μπάροουζ.

          Το επόμενο πρωί έγραψε ένα λίβελο εναντίον του Ιδρύματος, τον πόσταρε στη σελίδα του στο φέισμπουκ και ξεθύμανε. Περίμενε το πρώτο λάικ. Περίμενε για δέκα λεπτά. Τίποτα. Για είκοσι. Για μισή ώρα. Για τρεις ώρες. Για μια ολόκληρη μέρα. Μα τι διάολο; Κανείς δεν καταλάβαινε πόσο σπουδαίος ήταν; 

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΜΙΚΡΟΤΗΤΕΣ #7

#7 – Το κλειδωμένο ποστ

-Θα μάθεις εν ευθέτω χρόνω, της είπε, εμφανώς ευχαριστημένος από τα ελληνικά του. Πάντα του άρεσαν τέτοιες εκφράσεις – τον έκαναν να αισθάνεται… συγγραφέας.
         Η κοπέλα, όμως, δεν νοιαζόταν γι’ αυτό. Ήθελε να ξέρει γιατί τη χώριζε.
         -Θα τα γράψω όλα σε ένα ποστ στο μπλογκ μου, που θα το έχω κλειδωμένο. Θα το στείλω μόνο σε σένα, για να το διαβάσεις και να καταλάβεις.
    Του άρεσε και αυτό: ο τρόπος που η σύγχρονη τεχνολογία διαπλεκόταν με τη λογοτεχνία (τεχνολογία-λογοτεχνία, πώς του άρεσε αυτή η αντιστροφή των συνθετικών!), το πώς το κείμενό του, το τόσο αριστοτεχνικά γραμμένο  θα ήταν από τη μια δημόσιο κι από την άλλη μυστικό.
        Η κοπέλα έφυγε κλαίγοντας. Μερικές μέρες μετά, άνοιξε το ίνμποξ της και είδε το λινκ που την οδηγούσε στο κλειδωμένο ποστ που ο άλλος της είχε υποσχεθεί. Στην αρχή αρνήθηκε να το διαβάσει. Λίγες ώρες αργότερα, έχοντας βγει έξω κι έχοντας πιει αρκετά, γύρισε στο σπίτι της και, ανοίγοντας την οθόνη του υπολογιστή, αντίκρυσε ξανά μπροστά της το κείμενο. Διάβασε τις πρώτες γραμμές, αλλά έπειτα έπεσε για ύπνο, καταβεβλημένη από τη νύστα και το πιώμα και την κούραση και την ερωτική απογοήτευση.
       Ξυπνώντας το επόμενο πρωί, ξανάνοιξε την οθόνη και το κείμενο ήταν και πάλι εκεί: αποφάσισε να το διαβάσει, έχοντας ξεχάσει, λόγω χανγκόβερ, περί τίνος επρόκειτο. Αυτό που αντίκρυσε ήταν το πιο γελοίο, το πιο σαθρό, το πιο αυτάρεσκο γράμμα χωρισμού που είχε διαβάσει ποτέ της. Ο συγγραφέας – έτσι όριζε τον εαυτό του, παρόλο που δεν είχε δημοσιεύσει ούτε μισό χαϊκού εκτός του μπλογκ του -, προσπαθούσε συνεχώς να μειώσει εκείνη και να εξυψώσει τον εαυτό του, με μια γλώσσα επιτηδευμένη, με συνεχείς αναφορές στα ψαγμένα μπαρ όπου πήγαινε εκείνος και που εκείνη δεν θα μάθαινε ποτέ αν δεν βρισκόταν αυτός στο δρόμο της, με μπάντες που άκουγε εκείνος και που ελάχιστοι στον πλανήτη είχαν ανακαλύψει και που μόνο αυτές μπορούσαν να “articulate” το πόσο καταθλιπτικός και μυστηριώδης ήταν, το πώς εκείνος ήταν "beyond and above styles and genres” ενώ εκείνη ήταν απλά μια χορεύτρια της Λυρικής, μια καλλιτεχνίζουσα αλλά όχι καλλιτέχνις κ.ο.κ.
    Μέχρι να φτάσει στο τέλος του κειμένου, η κοπέλα είχε πλαντάξει – στα γέλια. Καταλάβαινε πλέον πόσο χρόνο είχε χαραμίσει με αυτόν τον βαθιά υπερφίαλο, βαθιά αμόρφωτο, βαθιά εγωπαθή άνθρωπο. Έστειλε το λινκ και τον κωδικό για το ξεκλείδωμα στην κολλητή της, εμπιστευτικά, αλλά η κολλητή το έστειλε σε περίπου 50 γνωστούς της. Μέχρι το βράδυ, το κλειδωμένο ποστ είχε διαβαστεί από περί τα 4.000 άτομα. Είχε γίνει, όπως θα έλεγε κι ο συγγραφέας του, viral.
      Στην αρχή, ο τύπος έγινε περίγελως. Αλλά έπειτα, καθώς σε μια χώρα ημιμαθών, ο ναρκισσισμός – ειδικά όταν είναι αβάσιμος – θεωρείται ως το υπέρτατο προτέρημα, ο κατά φαντασίαν συγγραφέας έλαβε μια πρόταση από ένα μουσικό σάιτ για να γράφει τις κριτικές τους και, μερικούς μήνες, αργότερα, εξέδιδε το πρώτο του βιβλίο, που στο μυαλό του – στο μυαλό του και μόνο - ήταν εφάμιλλο του City On Fire του Garth Risk Hallberg.


(Αυτή τη φορά, η γελοιοποίηση ήταν οριστική.)

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΜΙΚΡΟΤΗΤΕΣ # 6

(Οι συγγραφικές μικρότητες επιστρέφουν στο μπλογκ, μετά από απουσία εβδομάδων, λόγω τεχνικού προβλήματος)

#6 - Ο μπουφετζής

Ήταν τύχη ή ατυχία το να δουλεύει στο καφέ όπου σύχναζε ο πιο σπουδαίος συγγραφέας των τελευταίων τριάντα χρόνων; Ο Μιχάλης επέλεξε να το βλέπει σαν ευλογία – παρόλο που πολλές φορές η παρουσία του Βύρωνα Κασιμάτη στο χώρο τού αποσπούσε την προσοχή. Είχε σκεφτεί πολλές φορές να του μιλήσει – να του μιλήσει για κάτι παραπάνω από το μακιάτο ή τον καιρό, να του πει πως και ο ίδιος έγραφε και πάσχιζε να πείσει κάποιον εκδοτικό να βγάλει το πρώτο του βιβλίο -, αλλά κάθε φορά δίσταζε.
Ώσπου μια μέρα του άνοιξε κουβέντα επί του θέματος της λογοτεχνίας ο ίδιος ο Κασιμάτης. Πηγαίνοντας στο ταμείο για να πληρώσει, ο Β.Κ. πρόσεξε πως ο νεαρός σερβιτόρος – ο σπουδαίος συγγραφέας δεν θυμόταν το όνομά του – διάβαζε με πλείστη όση προσοχή έναν τόμο με ποιήματα του Γκρέγκορι Κόρσο. Πιάσανε κουβέντα για τον μεγάλο αμερικανό, για την τόσο ενδιαφέρουσα ζωή του, και μετά η συζήτηση επεκτάθηκε στους υπόλοιπους του εσώτερου κύκλου των μπιτ και μετά στο ίδιο το θέμα της γραφής.
-Ξέρετε, κι εγώ, την ψάχνω… θέλω να πω, προσπαθώ να βγάλω το πρώτο μου βιβλίο.
Ξαφνικά, η έκφραση του Βύρωνα Κασιμάτη έδειξε να αλλάζει.
-Όλοι συγγραφείς γίναμε, μουρμούρισε.
Ο Μιχάλης δεν ήταν σίγουρος πως είχε όντως ακούσει αυτό το τόσο κακεντρεχές σχόλιο από το στόμα του συγγραφέα που θαύμαζε περισσότερο από κάθε άλλον.
-Πώς είπατε;
-Η συγγραφή δεν είναι για όλους, αγορίνα μου, έκανε ο Κασιμάτης κι αποχώρησε με μια δήθεν αρχοντική κίνηση – αρνούμενος, δηλαδή, να πάρει τα ρέστα του.
Ο Μιχάλης απόμεινε μόνος, σοκαρισμένος. Γιατί; Γιατί τέτοια μοχθηρία; Δεν πρόλαβε να το αναλύσει περισσότερο, καθώς εκείνη τη στιγμή μπήκε στο μαγαζί ένα νεαρό ζευγάρι, κι ο Μιχάλης έσπευσε να τους εξυπηρετήσει, αλλά το επεισόδιο του τριβέλιζε το μυαλό για όλη την υπόλοιπη ημέρα, πρώτα στο καφέ και μετά στο σπίτι του, στα Εξάρχεια. Γιατί αυτή η απαξίωση;
Πρώτα το εξήγησε σαν μια εκδήλωση κακότητας και κομπλεξισμού. Έπειτα, όμως, ο Μιχάλης άρχισε να σκέφτεται πως ίσως ο μεγάλος δάσκαλος να είχε δει κάτι σε εκείνον, κάτι που να φώναζε πως δεν διέθετε κανένα πραγματικό ταλέντο. Θυμήθηκε το επεισόδιο με τον Ναμπόκοφ και το φοιτητή που τον είχε επισκεφτεί, γυρεύοντας συμβουλές για μια καριέρα στη συγγραφή. Ο σπουδαίος Ρώσος του είχε ζητήσει να ονομάσει το δέντρο που βρισκόταν έξω από το παράθυρό του, κι όταν ο φοιτητής είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά, ο Ναμπόκοφ του απάντησε ξερά: «Δεν θα γίνεις ποτέ συγγραφέας». Ίσως ο Κασιμάτης να είχε δει κάτι ανάλογο στον Μιχάλη και, μάλιστα, χωρίς καν να μπει στον κόπο να τον υποβάλει σε μια τέτοια, φαινομενικά απλή δοκιμασία.
Αυτό ήταν, λοιπόν; Θα έπρεπε να εγκαταλείψει κάθε όνειρο συγγραφικής δόξας, ακόμα και κάθε όνειρο να δει ένα κείμενό του εκδομένο;
Το επόμενο πρωί ξύπνησε και πήγε πάλι στη δουλειά. Ο Κασιμάτης ήρθε, κάθισε στην αγαπημένη του θέση κι ο Μιχάλης τον σέρβιρε. Πέρασαν μήνες έτσι, με τον Κασιμάτη να αγνοεί επιδεικτικά το Μιχάλη και το Μιχάλη απλά να μην μπορεί να κάνει αλλιώς. Έπειτα, ο Μιχάλης έχασε τη δουλειά του στο καφέ, ξαναπήγε στο πατρικό του, έπειτα ξαναβρήκε μια άλλη δουλειά, σε ένα μεγάλο φωτοτυπικό κέντρο, κι έπειτα σε ένα σουβλατζίδικο, ντελιβεράς. Πέρασαν χρόνια και χρόνια έτσι, με το Μιχάλη να προσπαθεί έστω να επιβιώσει, αφού δεν μπορούσε να κάνει αυτό που πραγματικά αγαπούσε.
Μετά το σουβλατζίδικο, ήρθε η δουλειά σε ένα μπαρ. Ο Μιχάλης ξεκίνησε σαν σερβιτόρος, αλλά κατέληξε πίσω από την μπάρα, να φτιάχνει ωραία, απλά, αφτιασίδωτα ποτά. Και μια μέρα, το κατώφλι του μπαρ πέρασε εκείνος – ο Βύρωνας Κασιμάτης. Ήταν μόνος του και έδειχνε κάπως μελαγχολικός. Κατά τα άλλα, είχε μείνει ίδιος, καλοντυμένος και ευθυτενής, παρά τα εξήντα του χρόνια.
Δεν αναγνώρισε τον μπάρμαν – έτσι κι αλλιώς, ο Μιχάλης είχε πια χάσει τα μαλλιά του και είχε αφήσει μούσι, μπας κι έτσι αναπληρώσει την απώλεια. Ο Κασιμάτης πήρε το ποτό και βάλθηκε να το πίνει, χωρίς να δίνει σημασία σε κανέναν. Μα την προσοχή του τράβηξε ένα σπιράλ σημειωματάριο που κάποιος είχε ξεχάσει στη μπάρα, ακριβώς δίπλα στο σημείο όπου καθόταν ο εξηντάρης συγγραφέας. Τον τραβούσε πάντα ο γραπτός λόγος, ειδικά σε τυπωμένα βιβλία και σε σημειωματάρια. Μα αυτό που διάβασε εκεί δεν είχε απλά ενδιαφέρον. Ήταν ένα μικρό αριστούργημα, ένα σύντομο διήγημα που περιέκλειε στις διακόσιες παρά κάτι λέξεις του όλη την ομορφιά και την πικρία του κόσμου. Ο Κασιμάτης σκέφτηκε να το τσεπώσει, αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή είδε το χέρι του μπάρμαν να απλώνεται και να παίρνει από τη μπάρα το σημειωματάριο.
-Κάποιος το ξέχασε, είπε σε ένοχο ύφος ο Κασιμάτης. Ή μήπως είναι δικό σου;
Του Μιχάλη του ξέφυγε η αλήθεια.
-Ναι, είναι δικό μου.
Έπειτα πρόσθεσε, χωρίς λόγο:
-Συγγνώμη.
-Τι συγγνώμη; έκανε ο άλλος. Αυτό το κειμενάκι είναι… είναι ένα κομψοτέχνημα.
-Αλήθεια;! αντέδρασε ο Μιχάλης. Είχα καιρό να γράψω. Κάποιος μεγάλος συγγραφέας μου είχε πει κάποτε πως δεν αξίζω μία. Αλλά τώρα το ξανασκέφτηκα…
-Μα όχι, όχι. Μην ακούς τον κάθε βλάκα. Αξίζεις. Αξίζεις πολλά. Έχεις κι άλλα σαν αυτό εδώ;
Ο Μιχάλης πήγε να απαντήσει κάτι, αλλά τον φώναξε ένας άλλος πελάτης. Έφυγε προς τα εκεί, αφήνοντας το ερώτημα του Κασιμάτη αναπάντητο.
Πέρασαν ώρες, με το Μιχάλη να πηγαίνει προς τον παλιό του γνώριμο μόνο για να του ξαναγεμίσει το ποτήρι. Όταν ο μεγάλος συγγραφέας σηκώθηκε να φύγει, φρόντισε πρώτα να πιάσει ξανά κουβέντα στον μπάρμαν:
-Αν όντως έχεις κι άλλα σαν αυτό, θα ήθελα να τα δω.
Ο Μιχάλης δεν πείστηκε με την πρώτη, αλλά ο Κασιμάτης επέμεινε – έτσι κι αλλιώς, του άρεσε το μπαρ και τα ποτά. Έτσι ο Μιχάλης έδωσε κάμποσα ακόμα κείμενά του στο μεγάλο συγγραφέα κι αυτός τα ρούφηξε όλα σε μια μέρα.
Επέστρεψε το επόμενο βράδυ, ενθουσιασμένος.
-Θα τα πάω στον εκδότη μου, τον Γιώργο Πρώσο.
-Δεν είναι ανάγκη…
-Είναι, είναι. Εκτός κι αν…
Τελικά τα πήγε. Ο Πρώσος συμφώνησε να τα βγάλει σε ένα βιβλίο. Το βιβλίο πήγε καλά. Μετά από λίγο καιρό, ο Μιχάλης δεν χρειαζόταν πια να δουλεύει στο μπαρ. Το τελευταίο βράδυ του εκεί, πήγε και τον είδε ο Κασιμάτης.
-Θα ήθελα να ήξερα τι θα έλεγε αν σε έβλεπε τώρα εκείνος ο σιχαμένος που σου είπε πως δεν κάνεις για συγγραφέας.
Ο Μιχάλης σιώπησε για λίγο. Έδειχνε να μην ξέρει τι να απαντήσει.
-Ναι, είπε τελικά. Κι εγώ αυτό αναρωτιόμουν.

            Ο Κασιμάτης δεν πήρε χαμπάρι. Κι ο Μιχάλης δεν είχε χρόνο για κάτι παραπάνω· μια παρέα πέντε ατόμων είχε μόλις μπει στο μπαρ.