Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

Ανώνυμου, Kakorizikh - a tale of love gone sour

Αντιγράφω από το οπισθόφυλλο της έκδοσης:

"125 sms βρέθηκαν αποθηκευμένα στον φάκελο ενός τηλεφώνου νόκια που αγοράστηκε από κατάστημα στην πλατεία Κάνιγγος. Τα μηνύματα, τα οποία συντάχτηκαν την περίοδο Σεπτεμβρίου 2005-Σεπτεμβρίου 2006, προορίζονταν όλα για την ίδια γυναίκα. Έχουν γραφτεί σπασμωδικά σε ακατάστατες ώρες και επαναλαμβάνουν εμμονικά το ίδιο ακριβώς παράπονο."

Τα sms που συνθέτουν αυτό το βιβλίο είναι σχεδόν αποκλειστικά προσβλητικά - ενίοτε και χυδαία. Παραλλαγές στο ίδιο θέμα, παραλλαγές βαρετές από ένα σημείο και μετά. Προς το τέλος μόνο του βιβλίου παρατηρούμε καναδυό μηνύματα στα οποία ο συγγραφέας (εντός ή εκτός εισαγωγικών) απευθύνεται στην πρώην σύντροφό του με στοργή αλλά και μερικά ακόμα στα οποία φαίνεται να στρέφεται προς κάποιον τρίτο, άγνωστο, αντικειμενικό παραλήπτη/αναγνώστη. Πέραν τούτων, η όλη υπόθεση μπορεί να ιδωθεί: 

-Σαν ένα κείμενο πλούσιο σε γλωσσολογικά ευρήματα.  

-Σαν πιθανό αντικείμενο ψυχολογικής μελέτης.

-Σαν ένα μνημείο πικρόχολης καψούρας. 

-Σαν ένα μνημείο αντρικού κομπλεξισμού. 

-Σαν ένα κείμενο με θέμα τις ερωτικές σχέσεις αλλά και με παράλληλες φιλοσοφικές/θεολογικές αναζητήσεις. 

-Σαν ένα αστείο που βαραίνει -και ζημιώνει- τον αποστολέα και όχι την παραλήπτρια. 

-Σαν μία άσκηση πάνω στην εμμονή και την τάση προς επαναληπτικότητα που αυτή κουβαλά. 

-Σαν ένα απλό παράδοξο. 

-Σαν όλα τα παραπάνω και τίποτα από αυτά. Το βιβλίο είναι πρωτότυπο, σίγουρα, αλλά δεν ξέρω αν θα το πρότεινα σε κάποιον για οποιονδήποτε άλλο λόγο πέρα από το γλωσσολογικό, ψυχολογικό και κοινωνιολογικό του ενδιαφέρον. Ίσως, βέβαια, αυτό και μόνο να είναι αρκετό. 

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Ιστορίες από το κέντρο και το έκκεντρο # 4















Για το "Εξώφυλλο δέρμα του χρόνου", του Πάνου Οικονόμου

Μετά λύπης ομολογώ πως την περίπτωση του Πάνου Οικονόμου (δάσκαλου, ραδιοφωνικού παραγωγού, ενεργού πολίτη – με την ουσιαστική, την ακόμα άφθαρτη έννοια του όρου – και, φυσικά, ποιητή) δεν την αντιλήφθηκα παρά όταν εκείνος είχε φύγει πια από τη ζωή. Τον έμαθα χάρη στα παιδιά από τους Tango With Lions, που υπήρξαν φίλοι του και αναγνώστες του και, έτσι, τον περασμένο Σεπτέμβρη, έφτασε στα χέρια μου ένα αντίτυπο της ποιητικής του σύνθεσης «Το εξώφυλλο δέρμα του χρόνου».
      Αυτό που εντυπωσιάζει αρχικά με την περίπτωση του εν λόγω βιβλίου είναι, φυσικά, ο τρόπος με τον οποίον έχουν τυπωθεί οι λέξεις πάνω στο χαρτί – διάσπαρτες και όχι πάντα η μία κάτω από την άλλη. Με αυτόν τον τρόπο αντανακλάται από τη μία το συναισθηματικό ταξίδι, με όλα του τα σκαμπανεβάσματα, του πρωταγωνιστή-αφηγητή του ποιητικού κειμένου, και από την άλλη καλεί – παρασύρει – τον αναγνώστη σε μια βίωση –και όχι απλά ανάγνωση- του κειμένου.
      Ενός κειμένου που, πέρα από την προαναφερθείσα τυπογραφική ιδιαιτερότητα, είναι από μόνο του αξιόλογο, ενίοτε δε ιδιαίτερα καλογραμμένο και μεστό. Έχουμε να κάνουμε με μια ποιητική σύνθεση στην ουσία αυτοβιογραφική – η αυτοβιογραφία ως καταγραφή της φθοράς. Μία αλλόκοτη, μη γραμμική (όπως η εκτύπωση) εξιστόρηση στην οποία τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, μεταξύ ρεαλισμού και συμβολισμού αλληλεπικαλύπτονται με τρόπο ευρηματικότατο, καίριο και, εν τέλει, πολύ όμορφο – μία ποιητική σύνθεση όπου το προσωπικό, το πηγάζον από το υποσυνείδητο, μπλέκεται ζωντανά, ευφάνταστα, πολύχρωμα, με την νεοελληνική ιστορία, την αρχαιοελληνική και ιουδαϊκή μυθολογία αλλά και, ενίοτε, τη μαζική κουλτούρα.
    Η ζωή του Πάνου Οικονόμου υπήρξε σύντομη – ωστόσο, μιλώντας με ανθρώπους που τον γνώρισαν και διαβάζοντας για αυτόν έχω φτάσει στο συμπέρασμα πως άφησε βαθύ το αποτύπωμα στους φίλους, τους συνεργάτες και τους μαθητές του – για εμάς τους υπόλοιπους, που δεν τον γνωρίσαμε, υπάρχει αυτό εδώ το ποιητικό κείμενο, που, αν και δεν είναι αριστουργηματικό, αποδεικνύει πάντως το ταλέντο, την ευαισθησία και την ιδιαιτερότητα της γραφής του δημιουργού του.

Το βιβλίο διατίθεται εδώ

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

Η "ηττημένη" γενιά - για το Καγκουρώ του Βασίλη Κατσικονούρη

Δεν είχα την τύχη να δω "Το Γάλα", στην ιστορική εκείνη παράσταση με τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Παπαχρόνη, ούτε οποιοδήποτε άλλο έργο του Βασίλη Κατσικονούρη - μέχρι χτες, που βρέθηκα στο Εθνικό Θέατρο και είδα το "Καγκουρώ", σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Μυλωνά. Το έργο μιλά για κάτι που μου είναι οικείο ως συγγραφέα, κάτι που έχω περιγράψει κι εγώ στην Ελληνική Ασφυξία αλλά και ο Λευτέρης Καλοσπύρος στην Μοναδική Οικογένεια ή ο Γιώργος ο Χατζελένης στο Βαλκανεύοντας: την "ηττημένη" - όπως λέει, μάλλον υπερβολικά, ένας φίλος - γενιά των γύρω-στα-τριάντα, μια γενιά εξαρτημένη από τους γονείς της, αλλά ταυτόχρονα γεμάτη θυμό και παράπονα για αυτούς (ίσως ακριβώς επειδή είναι εξαρτημένη). Το θεατρικό θίγει κι άλλα θέματα, όπως τις ενοχές (απέναντι στον εαυτό σου και τους άλλους), τις ανθρώπινες σχέσεις γενικά, το ταλέντο και την τρέλα. Το σημαντικό - το αξιομνημόνευτο - είναι ότι το κάνει με έναν τρόπο που όχι μόνο είναι γλαφυρός και καίριος, αλλά είναι και πολύ εντυπωσιακός σε επίπεδο τεχνικής: το (σκηνοθετικό ή συγγραφικό;) εύρημα με το λύσιμο των σκηνικών, λίγο πριν το τέλος, είναι και πολύ ωραίο και υπηρετεί μια πολύ συγκεκριμένη ανάγκη της ιστορίας που εκτυλίσσεται στη σκηνή. Ο δε τρόπος που ο συγγραφέας φέρνει το κοινό ενώπιον της κορύφωσης και της ολοκλήρωσης της ιστορίας αυτής, πρώτα υπαινισσόμενός την -με τις εναρκτήριες ατάκες του Μελέτη Ηλία, στα πρώτα λεπτά της παράστασης-, μετά παρουσιάζοντάς την ακροθιγώς γύρω στα είκοσι λεπτά πριν το φινάλε και, τελικά, αφήνοντάς την να εξελιχθεί μέσα σε όλη της την ωμότητα μπροστά στα μάτια του σοκαρισμένου, συγκινημένου κοινού είναι και τεχνικά εντυπωσιακός και άκρως αποτελεσματικός σε επίπεδο αφήγησης και συναισθηματικής επίδρασης. 

Εκτός από τον προαναφερθέντα Μελέτη Ηλία, εκείνος που εντυπωσιάζει είναι ο Σπύρος Τσεκούρας, στο ρόλο του θείου Τάκη. Ο ρόλος είναι έτσι κι αλλιώς εξαιρετικά καλογραμμένος, αλλά είναι ο συγκεκριμένος ηθοποιός που τον εκτινάσσει σε ένα άλλο επίπεδο. Άλλωστε, όλο το έργο απογειώνεται από τη στιγμή που μπαίνει στη δράση ο εν λόγω χαρακτήρας, στη σκηνή του δείπνου. 

Αν εξαιρέσεις κάποια σημεία υπερβολικού, παράταιρου μελοδραματισμού (όχι στο φινάλε) και κάποιες ατυχείς επιλογές σε καναδυό λεπτομέρειες που αφορούν τα κοστούμια, έχουμε σίγουρα να κάνουμε με ένα θεατρικό "γεγονός".