Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

Αναμνήσεις μιας Pop Πάτρας

(Πρώτο διήγημα για το μπλογκ φέτος, γραμμένο προ διμήνου για μια δημοφιλή ιστοσελίδα που δεν εδέησε να το χρησιμοποιήσει -και, κυρίως, δεν εδέησε να με ενημερώσει καν για τη μη χρήση, προχωρώντας σε άλλη θεματική διηγημάτων. Η ιστορία είναι βασισμένη σε ένα από τα αγαπημένα μου indie pop τραγούδια της εγχώριας σκηνής, το οποίο παίζω συχνά πυκνά στην εκπομπή, αλλά για το οποίο δεν γνωρίζω απολύτως τίποτα πέραν του τίτλου του και του ονόματος του συγκροτήματος που το ερμηνεύει. Σε κάθε περίπτωση, το ποστάρω στο βίντεο μετά το τέλος του διηγήματος, με μοναδική σημείωση πως η φωτογραφία που χρησιμοποιείται στο βίντεο αυτό είναι κατά πάσα πιθανότητα λάθος. Οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία είναι, φυσικά, ευπρόσδεκτη.)

Με τον Φρίξο δεν βρίσκονταν πια παρά μόνο για να αγοράσουν κάνα δίσκο, κυρίως όταν το ένα ή το άλλο μαγαζί οργάνωνε ειδική ημέρα προσφορών· κατά τα άλλα, ο Αλέξης δεν την πολυπάλευε με τις όλο και πιο υπερφίαλες δηλώσεις του παλιού του συμφοιτητή.
      Αλλά το συνήθειο, το «έθιμο» της αγοράς δίσκων, το είχαν, με κάποιον τρόπο, τηρήσει παρά το πέρασμα των χρόνων και την αποξένωση που είχε επέλθει κατά τα άλλα μεταξύ τους. Συναντιόντουσαν πάντα κάπου κεντρικά και μετά περπατούσαν ως το δισκάδικο. Φτάνοντας εκεί, ψάχνανε για ώρες τις ντάνες, μπας και βρουν κάτι που δεν μπορούσαν να κατεβάσουν από torrent ή που είχε πολύ ιδιαίτερο εξώφυλλο ή που, πολύ απλά, ήθελαν να το έχουν σε φυσική μορφή.
    Ένα από τα πράγματα που εκνεύριζαν περισσότερο τον Αλέξη σχετικά με τον Φρίξο ήταν τα ειρωνικά σχόλια που πέταγε ο τελευταίος προς το μέρος του για το ότι έψαχνε και στις ντάνες των CD, εκτός από αυτές των βινυλίων, λες και αυτό ήταν κάποιο ανόσιο παραστράτημα, σύμφωνα με τη Βίβλο του cool που υπήρχε μόνο στο μυαλό του Freakshow.
    Εκείνο το πρωί, στο Dig!, που γιόρταζε τα δέκατα γενέθλιά του με ένα διήμερο ειδικών εκπτώσεων, o Αλέξης δεν βρήκε τίποτα στα βινύλια – ούτε στα DVD, ούτε στα βιβλία και τα περιοδικά – και έτσι κατευθύνθηκε νομοτελειακά προς τη γωνία με τα CD, που τόσο σνόμπαρε ο αλλοτινός του κολλητός. Δεν πέρασαν τρία λεπτά, και αντιλήφθηκε τον Freakshow να το πλησιάζει.
-Ρε συ, δεν σου έχω πει να μη με κάνεις ρεζίλι; Είσαι ο μόνος που κοιτάει τα CD, είπε ο Φρίξος.
Βλέποντας πως το χιουμοράκι του δεν είχε πέραση, άρχισε κι αυτός να ψάχνει στο χώρο του τόσο αναξιόλογου κατά τη γνώμη του φορμάτ. Λίγα λεπτά μετά, σκάλιζε την ντάνα με τα δισκάκια από περιοδικά. Κάτι τράβηξε την προσοχή του και φώναξε τον άλλο.
Ο Αλέξης, που εκείνη τη στιγμή περιεργαζόταν ένα μεταχειρισμένο αντίτυπο από το σόλο άλμπουμ του Guy Chadwick, γύρισε και είδε πρώτα τον παλιό του κολλητό κι έπειτα το CD που κρατούσε.
-Το θυμάσαι αυτό; έκανε ο Φρίξος.
Ο Αλέξης το θυμόταν. Φυσικά και το θυμόταν. Ήταν η συλλογή Pop Secrets from the Greek Underground Scene, το CD από το πρώτο τεύχος του Voice, ενός περιοδικού που είχε κυκλοφορήσει μονοψήφιο αριθμό τευχών, πίσω στα 1997. Θυμήθηκε τα κομμάτια των Pillow (ειδικά αυτό που ήταν αφιερωμένο στη Rebecca De Ruvo) και του Crooner, το Talking to A Poet των Raining Pleasure - που τότε ο Αλέξης δυσκολευόταν να πιστέψει πως δεν ήταν διασκευή -, και, κυρίως, το All Over των The Wish.
Από την πρώτη στιγμή που είχε ακούσει αυτό το τραγούδι – το όγδοο στο CD – ο Αλέξης το είχε ξεχωρίσει. Δεν εξέταζε αν ήταν καλύτερο στιχουργικά, μουσικά ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Απλά υπήρχε κάτι σε αυτό, ίσως το ριφ της κιθάρας ή ο τρόπος που το τόσο χαρακτηριστικό βιολί συμπλήρωνε το ριφ αυτό, ή ο ρυθμός ή το ότι δεν είχε μάθει ποτέ τίποτα παραπάνω για την μπάντα που το είχε γράψει.
Μα ήταν και κάτι άλλο: δυο-τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του περιοδικού και του CD που το συνόδευε, όταν οι δυο τους ήταν πια φοιτητές στην Πάτρα, ο Αλέξης είχε παίξει τη συλλογή στην Μάρθα κι εκείνη είχε επίσης ξεχωρίσει το κομμάτι των The Wish, χωρίς αυτός να της πει κάτι, χωρίς να υπαινιχθεί τίποτα ή να προσπαθήσει να επηρεάσει την κρίση της με οποιονδήποτε τρόπο.
Γνωρίζονταν μόλις δυο εβδομάδες τότε κι αυτό το δισκάκι κατέληξε να γίνει με κάποιο τρόπο η μουσική υπόκρουση των πρώτων μηνών της κοινής τους ζωής, της πρώτης σοβαρής σχέσης που είχαν κι οι δύο στη ζωή τους. Θυμήθηκε εκείνη τη φορά που οι φίλοι τους είχαν μαζευτεί στο μικρό διαμέρισμα της Μάρθας, στην οδό Θεσσαλονίκης, κι ο Αλέξης είχε βάλει χωρίς να το πολυσκεφτεί το εν λόγω CD· το γεγονός ότι όλοι οι άλλοι, πλην εκείνου και της Μάρθας, είχαν δυσανασχετήσει στο άκουσμα αυτών των τραγουδιών κι είχαν απαιτήσει – με αποδοκιμασίες γηπεδικού τύπου - να βγει το δισκάκι από το στερεοφωνικό είχε εδραιώσει στο μυαλό του ζευγαριού πως αυτή η μουσική μπορούσε να αγγίξει και να δέσει μόνο τους δυο τους. Θυμήθηκε επίσης το βράδυ που η Μάρθα είχε σκίσει κατά λάθος τη γωνία από το booklet και εκείνος είχε τσατιστεί και την είχε βρίσει – όχι από προσκόλληση σε όλα όσα σηματοδοτούσε το CD αλλά από την τελειομανία του εκκολαπτόμενου συλλέκτη δίσκων.
Μα δεν θυμόταν πού είχε καταλήξει ο δίσκος μετά από όλα αυτά τα χρόνια – σίγουρα όχι σπίτι του, όταν πια πήρε πτυχίο και γύρισε από την Πάτρα στην Αθήνα. Ζήτησε από τον Φρίξο να δει το συγκεκριμένο αντίτυπο και πρόσεξε πως και σ’ αυτό το βιβλιαράκι ήταν σκισμένο στην πάνω αριστερά γωνία – στην ίδια γωνία με το δικό του;
Ένοιωσε την τσαντίλα να τον κυριεύει. Σηκώθηκε κι έφυγε από το δισκάδικο χωρίς να πάρει τίποτα μαζί του, χωρίς καν να εξηγήσει στον Φρίξο τι συνέβαινε.
Κατευθύνθηκε στο μετρό. Κατεβαίνοντας στην αποβάθρα, προσπάθησε να θυμηθεί: σε ποιον είχε δανείσει το CD; Από ποιανών τα χέρια είχε περάσει μέχρι να καταλήξει στη ντάνα με τα μεταχειρισμένα ενός δισκάδικου;
Όσο πιο πολύ το σκεφτόταν, τόσο πιο προφανής του φαινόταν η απάντηση: ήταν η Μάρθα που το είχε πουλήσει. Η Μάρθα, που, το βράδυ που της είπε να χωρίσουν, του υποσχόταν δήθεν πως θα τον περίμενε για πάντα και πως ήταν σίγουρη πως κι εκείνος από την πλευρά του θα το μετάνιωνε. Ο Αλέξης τα αναπολούσε όλα αυτά – ενώ ταυτόχρονα το All Over των The Wish είχε αρχίσει ασυνείδητα να «παίζει» στο κεφάλι του – και η οργή τον πλημμύριζε.
Κι ας είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από το χωρισμό τους - ήταν δυνατόν η Μάρθα να έχει πουλήσει το πρώτο πράγμα που τους είχε ενώσει;
Γυρνώντας σπίτι, της τηλεφώνησε εξαγριωμένος. Εκείνη το σήκωσε έκπληκτη και παραξενεμένη. Ήταν τόσος ο θυμός του Αλέξη, που τα λόγια που εξαπέλυε το στόμα του δεν έβγαζαν νόημα στη συνομιλήτριά του – ούτε καν στον ίδιο. Η συζήτηση μεταξύ τους εκείνο το βράδυ ήταν ταυτόχρονα τίγκα στην τσαντίλα αλλά και τίγκα τον τραγέλαφο, τίγκα στην απόγνωση αλλά και τίγκα στη γελοιότητα.
Κι όμως, τελικά συμφώνησαν να βρεθούν το επόμενο απόγευμα.
Στο αγαπημένο καφέ της Μάρθας, στα Εξάρχεια, ο πρώην της τής είπε τα νέα του, άκουσε τα δικά της και μετά τη ρώτησε ξερά και αναπάντεχα γιατί είχε πουλήσει το CD.
-Το ποιο; Ποιο CD;
-Ξέρεις ποιο. Εκείνο με το All Over, των The Wish. Εκείνο που ακούγαμε συνέχεια, όταν είχαμε πρωτογνωριστεί στην Πάτρα.
-Δεν… δεν καταλαβαίνω…
-Εντάξει, θέλω να πω, ένα CD είναι, αλλά, εκτός του ότι είναι σπάνιο πλέον,  είναι δυνατόν να πουλάς αυτό το CD;
Η Μάρθα δεν ήταν καν σε θέση να αντιληφθεί τι της έλεγε. Έτσι κι αλλιώς, είχε τόσα στο μυαλό της εκείνον τον καιρό. Τον πατέρα της που ήταν άρρωστος, και το αφεντικό της, που συνεχώς τους απειλούσε με απολύσεις και μειώσεις και… και…
-Πραγματικά, δεν σε αναγνωρίζω, της πέταξε πικρόχολα εκείνος, ενώ η Μάρθα είχε προσωρινά χαθεί στις σκέψεις της.
-Α, δεν με αναγνωρίζεις.
-Ναι, δεν σε αναγνωρίζω.
-Εντάξει, λοιπόν. Ναι, το πούλησα το CD. Ευχαριστήθηκες; Το πούλησα γιατί είμαι κακός άνθρωπος κι εσύ υπέροχος. Ένας άγγελος. Καλόπαιδο από τα λίγα. Ευχαριστήθηκες;
Ο Αλέξης δεν ήξερε τι να απαντήσει. Την παρακολούθησε αποσβολωμένος να σηκώνεται – να πετάγεται – όρθια, να αφήνει νευριασμένη ένα δεκάευρο στο τραπέζι για τους μισοπιωμένους καφέδες και να φεύγει.
Ο Αλέξης απόμεινε μόνος του, αλλά δεν ένοιωθε ικανοποίηση, τώρα που οι υποψίες του είχαν, απ’ ό,τι φαινόταν, επιβεβαιωθεί. Αντίθετα, ένοιωθε κάτι άλλο, κάτι που δεν μπορούσε ακριβώς να εντοπίσει και να αποδώσει με λέξεις αλλά που μετά από λίγες ώρες, όταν είχε πια γυρίσει σπίτι, κατάλαβε πως είχε μόνο μια ονομασία: οι τύψεις που νοιώθεις όταν ξέρεις πως φέρθηκες μαλακισμένα.
Όσο για τη Μάρθα, γύρισε σπίτι της φουριόζα. Κοπάνησε την πόρτα, πέταξε τα πράγματά της στον καναπέ κι έβαλε ένα ουίσκυ. Μετά από καναδυό γουλιές θυμήθηκε ακριβώς ποιο ήταν το CD για το οποίο της μιλούσε νωρίτερα ο πρώην της. Πετάχτηκε όρθια και πήγε στη παλιά της σιντιέρα. Δεν το βρήκε εκεί. Πήρε τηλέφωνο την αδερφή της, που είχε μείνει στην Πάτρα και ζούσε πλέον στο ίδιο διαμέρισμα που μοιράζονταν κάποτε η Μάρθα με τον Αλέξη. Της ζήτησε επιτακτικά να ψάξει «για το γαμημένο το CD» - μήπως και υπήρχε εκεί. Η Αντωνία δεν βρήκε τίποτα. Η Μάρθα έκλεισε το τηλέφωνο.

Και μετά θυμήθηκε: πήγε στο υπνοδωμάτιό της, άνοιξε το πάνω ντουλάπι και κατέβασε το παλιό χάρτινο κουτί που έγραφε «Πάτρα». Το άνοιξε και, ανάμεσα σε flyer από συναυλίες, φωτογραφίες με τις συμφοιτήτριές της και πρόχειρα σκίτσα που της είχε ζωγραφίσει ο Αλέξης, βρήκε το παλιό CD από το πρώτο εκείνο τεύχος του βραχύβιου μουσικού περιοδικού Voice. Το άνοιξε και το περιεργάστηκε. Είδε πως το βιβλιαράκι ήταν σκισμένο στην κάτω δεξιά γωνία. Πήγε στο σαλόνι, άνοιξε το μικρό στερεοφωνικό της – που σπάνια το χρησιμοποιούσε πια –, τοποθέτησε μέσα το CD κι έβαλε το όγδοο τραγούδι να παίζει. Στο άκουσμα εκείνου του τόσο χαρακτηριστικού μοτίβου στην κιθάρα, και του βιολιού αμέσως μετά, ταξίδεψε ξανά στην εποχή όπου ο Αλέξης δεν ήταν ένας ακόμα μ***κας κι εκείνη ήταν ευτυχισμένη μαζί του.